Ξημερώνει του Άη Σάββα. Γιορτή εν μέσω αγίων συμπληγάδων. Άγια Βαρβάρα (και Αιγάλεω σίτι) κι Άγιος Νικόλας. Πάντως μεγάλη γιορτή για το Τσαρικλί.
Το Τσαρικλί είναι κοντά στη Νίγδη της Καππαδοκίας. Έκεί στη Νίγδη υπήρχαν φυλακές. Σ' αυτές στρατοπέδευαν όσους Έλληνες μετά την γερμανική κατοχή το σκάγανε για να πάνε να πολεμήσουν στη Μέση Ανατολή. Από το Τσαρικλί είναι ο καππαδόκης φίλος μου ο Θανάσης. Το χωριό του με τις ανταλλαγές το ξεσήκωσαν και το πήγανε στον Μαυρόλοφο του Βόλου. Ορθόδοξοι. Μιλούσαν ελληνικά και τούρκικα, τραγουδούσαν τούρκικα. Οι πιο πολλοί παπλωματάδες. Όσοι πάνε να καβαλλήσουν τα πενήντα και είναι γέννημα θρέμμα του λεκανοπεδίου θα θυμούνται στα παιδικά τους χρόνια μόλις σκάγανε τα χαμομηλάκια κι οι μαργαρίτες τη φωνή την κοφτή και δυνατή με έμφαση στην κατάληξη: "ο παπλωματάας".
Η γιαγιά μου χαιρότανε να έχει μέσα στο σπίτι πλανόδιους τεχνίτες. Γανωματήδες, καρεκλάδες, μπαλωματήδες, παπλωματάδες όλοι ευπρόσδεκτοι. Ήταν η διασκέδασή της. Με αυτούς ανετρέπετο η τάξις εβδομάδων και μηνών.
Όταν βγήκανε τα στρωματέξ ο κόσμος πέταξε τα μπαμπακιένια στρώματα. Τώρα μας λένε ότι ήταν υγιεινό το μπαμπάκι, αλλά η πλατούλα τους το ήξερε. Το μπαμπάκι ξάπλα την ξάπλα πλάκωνε και πάτωνε. Το στρώμα γινόταν σκληρό και σβόλιαζε. Τότες ερχόταν ο παπλωματάς με το δοξάρι του να το αφρατέψει. Ξήλωνε τις ραφές και έβγαζε μέσα απ’ το στρώμα το μπαμπάκι. Μετά έπαιρνε το τοξοειδές εργαλείο του και έριχνε τούφες το μπαμπάκι πάνω στη χορδή του δοξαριού. Χτυπούσε με ένα ξύλινο ραβδί την άκρη της χορδής και αυτή παλλόμενη, ντόινγκ-ντόινγκ-ντόινγκ, ώρες ολόκληρες, πρωί με μεσημέρι, το αφράτευε. Όταν όλος ο σωρός το μπαμπάκι είχε αφρατευτεί, τον ξανάβαζε μέσα στο πάνινο περίβλημά του και τον καπλάντιζε. Βγήκανε όμως τα στρωματέξ και χρόνο με το χρόνο ο μπλέντερ των ήχων της πόλης αφαίρεσε από την εαρινή συμφωνία τις φωνές των παπλωματάδων.
Μια ζωή με το δοξάρι στους ώμους, πάππου προς πάππου οι τσαρικλιώτες. Τι ν’ απογίνουν. «Τι δοξάρι, τι κοντάρι», είπανε . Και γίνανε λαχειοπώλες.
Ο Θανάσης ήρθε σε μένα για να μάθει σάζι 17 χρονώ. Μια μέρα θυμάμαι μου έφερε ένα κασετοφωνάκι δημοσιογραφικό και μου έπαιξε ένα τραγούδι που τραγουδούσε η γιαγιά του. Τούρκικα λόγια, ωραία μουσική. «Μπορείς να μου το μάθεις;». Δεν τα κατάφερνε στο όργανο, έδω δεν έπαιζε άλλα γι άλλα εύκολα , πώς να του μάθω αυτό; Του το ‘δειξα όμως. Και το κατάφερε. Σιγά σιγά – έτσι πάντα γίνεται - αραιώσαμε τα μαθήματα, χαθήκαμε. Πάντα όμως μου τηλεφωνούσε στη γιορτή μου.
Μετά από χρόνια ζητά να με δει από κοντά. Έρχεται με μια στοίβα κασέτες. «Είναι καππαδόκικα τραγούδια του χωριού μου. Τα έγραψα με αυτό το κασετοφωνάκι που είχα φέρει τότε όταν κάναμε μαθήματα. Είναι από πρόσφυγες πρώτης γενιάς. Θέλω να τ’ ακούσεις και να τα γράψεις νότες και αν γίνεται να τα κάνουμε δίσκο.».
Ο Θανάσης 17 χρονώ παιδί το 1980, πουλώντας λαχεία στην Ομόνοια, αγόρασε ένα δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι. Παιδί αμούστακο είχε σκεφτεί να καταγράψει μια παράδοση που θα χανόταν γιατί τα χείλη των ανθρώπων που την ύγραιναν, είχανε βαρεθεί τις προσβολές των παλιοελλαδιτών. «Τουρκοσπορίτες, αούτηδες….».
Από το πρώτο cd ΑΠΟΗΧΟΙ της ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ(έκδοση 2005) με καραμανλήδικα τραγούδια από το Τσαρικλί, για να ‘χουμε τη χάρη της μέρας που αύριο ξημερώνει, σας βάζω να ακούσετε αυτό το τραγούδι. Μεγάλο το πανηγύρι του στο Τσαρικλί. Ο χορός επιβλητικός. Τα πιο γερά παλληκάρια δένουν τα χέρια τους και στους ώμους τους ανεβαίνουν άλλοι. Πιάνονται ώμος τον ώμο. Και αργά-βαριά σέρνουν τον χορό των προσκυνητών του Άη Σάββα.
«Αη Σάββα, ντερεσιντέ,
μουμλάρ γιαλάρ γιαρασιντέ».
τραγούδι: Βασιλάκης Μπαραμπούτης και χορωδία.
λύρα καππαδόκική (κεμεντσέ): Στρατής Ψαραδέλλης
νταούλι: Κατερίνα Μητροπούλου.