30.4.09

Ημέρα της (Ολλανδής) βασίλισσας

Ανταπόκριση του Σβάρτσιχ, που χαίρεται την πρώτη εγγόνα του στην ξενητειά. Οι Ολλανδοί ετοιμάζουν την ημέρα τους, ημέρα με πολλή μπίρα. Φέτος έτυχε και κάποιος στουκάρισε πάνω σε αθώους με το αμάξι του και σκότωσε πολλούς. Αλλά η τσουσία έκαμε το καθήκον της. Επειδή οι άνθρωποι πίνουν ίσαμε δεκαεννιά πίντες μπίρα σε ολίγες ώρες, σκορπίζουν κατουριέρες παντού.Κάλλιο κατουρόδενε ,παρά κατουρογύρευε.

ΤΕΡΜΑ

Πήγα να γράψω ένα ποστ στον ΚΑΦΕΝΕ: «η κριτική σε ένα μουσικό έργο είναι ένα άλλο μουσικό έργο, όπως η λήξη της αμετροέπειας είναι η έναρξη ενός έπους». Τον τίτλο θα τον εύρισκα μετά. Ίσως να ήταν «ΚΑΤΙΤΙΣ». Αλλά κρατήθηκα. Μάλλον πρέπει να πάψω να ασχολούμαι με τα μπλογκ. Ή καλύτερα να φύγω απ’ τα ΒΟΥΣΤΑΣΙΑ να ξαναβρώ την ξενοιασιά μου και μετά βλέπω. Δυστυχώς δεν μπορώ να συνυπάρξω. Μετά γλύκανα. Και έγραψα το ποστ.

29.4.09

Ανοιχτόν εγκυκλοπαίδεια ντο γράφκεται και τρανείν απ' ατείντς π' θέλνε.

Ιδού πεδίον δόξης (κλικ)

Τρεις σύνδεσμοι +ένας.

μέσω buzz, οι δύο πρώτοι.

Άβατον.

Κονδύλης.

Iggy Pop

"Conservatism ain't no easy job". Απίστευτο, αλλά βρίσκεις ελάχιστες [ουσιαστικές] ιντερνετικές αναφορές στο τραγούδι.


Αν και, χάρη στην Ειρήνη, βρήκαμε κάτι.

+ ένας.

27.4.09

7 Jewish Children

Μέσω φωτόσπαθου.
Δείτε το ερμηνευμένο εδώ.

26.4.09

Diet to die

Από όλες τις δίαιτες που δοκίμασα, η πρόσφατη με καλύπτει εξαιρετικά.
4.00-6.00 Δυό μαύροι σκέτοι καφέδες
Αναγνώσεις.
600 λέξεις επαγγελματικές.
6.50 Ενα φλυτζάνι του τσαγιού ψίχουλα από ζυμωτό ψωμί, ένα φλυτζανάκι του καφέ λάδι,λίγα τρίμματα τυρί, και τα τρώγω με κουταλάκι.
Οδήγηση και μαύρες σκέψεις.Αδιάβροχοι.
1200 λέξεις του επαγγέλματος.
8.00 ένας μαύρος γαλικός σκέτος καφές.
Τρελή ιντερνέτα και έγγραφα.
9.00 Μία καραμέλα μελιού χωρίς ζάχαρη.
Δουλειά.Με κόσμο.
Οδήγηση και μαύρες σκέψεις.Κύρτσος και Κάτια Μακρή.
12.30 Ενα ταπεράκι 15Χ22Χ8 εκατοστά με μιά ντομάτα,πενήντα γραμμάρια ψητό ή βραστό κρέας, ένα φλυτζάνι του τσαγιού ρίζι ή ζυμαρικό ανάλογο, τρία ή τέσσερα μυγδαλάκια.
Αποδέλοιπα λεκτικών υποχρεώσεων, επάγγελμα και αναγνώσεις πηγών.
15.30 Ενα ποτήρι αριάνι
Υπνος
16.30 δυό καραμέλες μελιού χωρίς ζάχαρη.
Ιντερνέτα και δουλειά
18.00 ένα ταπεράκι παρόμοιο με το μεσημεριανό.
Χαζοβιόλημα, δουλειά, αρχείο.
Γράψιμο γιά χάρη της ψυχής.
21.30 ένα μήλο ή ένα γιαούρτι 0%
Παιχνίδι στον υπολογιστή.
Υπνος.Τηλεόραση συνεχώς ανοιχτή, όσο μένω σπίτι.
Ολη μέρα 3 λίτρα νερό, μία κοκακόλα ζερο, τσάι πράσινο.
Δεν κάνω την δίαιτα γιά να χάσω κιλά, αλλά γιά να πελήσω το μυαλό μου.

Μανχάτταν


Να εκμυστηρευτώ κάτι: μου τη δίνει πάρα πολύ ο Κωνσταντίνος Τζούμας. Ξέρω ότι μόλις διέπραξα ένα κολοσσιαίο faux pas: πέραν του ότι η δήλωση αυτή καθ' εαυτή είναι α-πα-ρά-δε-κτη, ο Τζούμας είναι φίλος φίλων φίλων ή και φίλος φίλων. Όμως δε θα το έγραφα έτσι το 'μου τη δίνει ο Κ.Τζ.'. Όντως, ο λόγος που το επισημαίνω είναι για να δηλώσω εναντιωματικά τον θαυμασμό μου και την πλήρη ταύτισή μου για το κειμενάκι στο οπισθόφυλλο του νέου του βιβλίου. Το κειμενάκι το ψάρεψε η συμβία, η οποία επίσης ταυτίζεται μαζί του (όχι με τον Κ.Τζ., με το κείμενο που ακολουθεί):
Το Μανχάταν είναι όπως στις ταινίες και στα μυθιστορήματα: οικείο και ταυτόχρονα διαφορετικό σε σπίτια, φύλα, ρόλους... Έχεις την αίσθηση ότι εδώ κάτι μπορεί να γίνει και με την περίπτωσή σου. Μαθαίνεις να μιλάς κατευθείαν, χωρίς τις μακροσκελείς εισαγωγές και τις απολογητικές αγιοποιήσεις της Ευρώπης. Mπορείς να είσαι και παιδιάστικος και γελοίος και σοβαρός και πολύ έξυπνος. Εδώ όλα φαίνεται να επιτρέπονται· εκτός από τη βλακεία, την έλλειψη στυλ ή το να κάνεις κάτι με μισή καρδιά, όπως διάβασα κάπου. Εδώ επιβιώνεις χωρίς να το κάνεις θέμα. Οι ιδιαιτερότητές σου δεν διαφέρουν και πολύ από των άλλων. Των χιλιάδων άλλων. Αποκτάς το δικαίωμα στην αδιαφορία επιτέλους. Κι αυτή η ανωνυμία, τόσο ερωτική... να παίζεις όποιο ρόλο επιθυμείς, όπως στις μεταμορφώσεις της ελληνικής μυθολογίας... Τι δώρο! Να είσαι ένας εντελώς άγνωστος. Ή, για να γίνω κατανοητός, a complete unknown...

24.4.09

Τι χρειάζομαι;

Καλοκαίρι έρχεται. Τι χρειάζομαι:


Είναι μαυρόασπρο γιατί, προφανώς, πρόκειται για τηλεοπτική διαφήμιση.

Εμφανίζομαι στο τελευταίο δευτερόλεπτο του ανωτέρω κλιπ.

*

Από το ίδιο έργο, το καλοκαιρινό όνειρο του Έλληνα (και διεθνή) ακτιβιστή. "Stand Up And Fight":



*

Είμαι ευτυχής διότι, χάρη στο Γιου Τιουμπ, δεν χρειάζεται να δω ολόκληρο το έργο.

*

18.4.09

Η κατάνυκσις

Επιμελήθηκα ένα powerpoint γιά να προβληθεί στο αγαπημένο σχολείο του πατέρα μου(1909-1979), το τρίτο δημοτικό.Εκεί, στην τελευταία επιστολή που μου απηύθηνε, τέλος 1978,σημειώνει,άνκαι πνιγμένος στην λευχαιμία: διάβασα ότι συμμετέχουν σε έκθεση ο Δημήτρης Βασιλείου και ο Γούφαρος. Τον έβαζε η μάνα μου στανικως να γράφει αερολογίες,πλην με σταθερό γραφικό χαρακτήρα, μή πάρω χαμπάρι ότι πεθαίνει και διακόπσω τις σπουδές μου κι επιστρέπσο, οπότε θα ήκλαιγαν οι ιπιστίμες του ανθρώπου...
Ο λεγεωνάριος της Αμαλασούνθας, είναι ένα στιχηρό του Γούφα, που μου το έστειλε ταχυδρομικώς. Τετράφυλλο. Με ξώφυλλο.Η δεξιά προτομή είμαι εγώ, η αριστερή ο Γκέτς, και ο θυμός του ποιήματος μάλλον από την ερίτιμο κυρία αριστερά, με το τσαλίμι, την ελαφρώς ενδεδυμένη.Ηταν πανέμορφη, αλλά της τσαλακώνει επίτηδες το πρόσωπο σε αποτρόπαιη γκριμάτσα, αφού δεν ημπορεί να της κάμει κάτι δραστικώτερον, όπως να πέσει στα πόδια της εξαιτώντας λύτρωση.
Μου κάμει και ομάζ. Είναι προφανώς απελπισμένος, γι΄αυτό και δεν έχει πολλά δυσλεκτικά, αλλά το νεφταλίνι, νεφταλίνι.
Ας σημειωθεί η ομοιότητα της περικεφαλαίας με παρόμοιες σε μακεδονικούς τάφους, όπως των Λευκαδίων, αλλά και άλλους, όπως του Αγίου Αθανασίου (Καβακλή) τους οποίους ο Γούφας δεν ημπορούσε να ξέρει,αφού αποκαλύφθηκαν μετά είκοσι έτη.Η μπίρα πάντως μοιάζει με μπαλονάκι του Φλού, στην Νικήφόρου Φωκά, το Καρδαχάκειον ίδρυμα,εκεί όπου αποκαλέσαμε Σαμσάκια έναν γίγαντα του πνεύματος και είδαμε εμβρόντητοι έναν (μακαρίτη σήμερα) διαβόητο γαμίκουλα των θηλυκών μας να κοιτιέται περιπαθως με πλεγμένα τα χέρια του, με έναν εραστή που άφησε τα παιδιά του γιά χάρη του.
Χρονολογία; μετά το 1976, πρίν το 1986 οπότε ο Γούφας άφησε την Σαλονίκη. Στο οπισθόφυλλο, σοφίστηκε να πατλατήξει την επαγγελματική του σφραγίδα. Παύλου Μελά είχε ιατρείο αρχές των έιτις,με προχώλ όπου κυριαρχούσε ένας γιγαπίνακας του Γκετζ και εκεί έγραφε Αμαλασούνθες, περιμένοντας τα σφραγίσματα.
Τι να του απαντήσω τώρα, πασχαλιάτικα, που μας έχει βαρέσει η κατάνυξη, τρομάρα μας;
πρώτα, ένα παιδικώδες, τραγουδιστό:
σάλιαγκε μάλιαγκε πουν΄τα κέρατά σου
πέθανε η μάνα σου και κλαίνε τα παιδιά σου!
Κι ένα απόσπασμα του Τάκη Γραμμένου (δεν παίρνω όρκο γιά το ποσόν, αλλά είναι της ιδίας περιόδου):
σαρανταριά χιλιάδες έβαλα στην άκρη
γιά την κηδεία μου, μη υποχρεωθώ
Δεν έδεσε όπως ήθελα το συνειρμικόν τμήμα, επειδή προσπαθώ να μη χάσω από τα μάτια μου το προχώλ της φωλιάς ενός πετροχελίδονου και την κίνηση των οικοδομικών εργασιών του ζεύγους των πτερωτών εραστών.





17.4.09

Ich bin der Batman

Batman and his molotov cocktail

Τρέμετε καταστολείς: ο Μπάτμαν στο πλευρό μας. Ή τουλάχιστον η νεοελληνική εκδοχή του: η Αλεπού, κατά κόσμον Παλαιοκώστας.

14.4.09

Δϋο πασχαλινά διηγήματα

[2007]

Όταν ο Περικλής Ζαμπάκογλου, ο επονομαζόμενος Τζάκ δήλωσε στην οικογένειά του ότι φέτος δεν έχει οβελία, δεν έχει εκδρομές, δεν έχει λαμπάδες και ψώνια, ο Ζαμπακόγλειος Οίκος εγνώρισε ημέρες Βαστίλλης και Μάη του 68. Η κυρία Τέρψη, η γυναίκα του, ξεκαθάρισε ότι δεν παντρεύτηκε έναν πεισματάρη κολλημένο στις εμμονές του, και ότι το πασχαλινό τραπέζι θα διέθετε όλα τα καλούδια των ημερών, μετά από τόσες ημέρες κανονικής νηστείας. Οι γέροντες γονείς του πειθάρχησαν, θεωρώντας την όλη υπόθεση μιά παροδική έκλαμψη του γιού τους.Τα πεθερικά του αρνήθηκαν να έρθουν στο γιορτινό τραπέζι που δεν θα ήταν γιορτινό και είπαν στην κορούλα τους ότι είναι ευπρόσδεκτη στο πατρικό της και πάλι. Τα τέκνα του Ζαμπάκογλου, Ισίδωρος και Ευταξία, αφού περιποιήθηκαν τον πατέρα τους με πλήθος κομητικών επιθέτων, δήλωσαν αποχή από κάθε οικογενειακή δικαιοπραξία, προβάλοντας υποχρεώσεις έναντι φίλων και γνωστών. Αλλά ο Περικλής, ο επονομαζόμενος Τζάκ από την εφηβεία του ,επειδή ήταν πολύ αδύνατος, σχεδόν σκελετώδης και η γειτονιά τον δούλευε φωνάζοντας αμα τη εμφανίσει του με το παροιμοιώδες «όρμα Τζάκ και τα κόκαλα δικά σου», παρέμενε ήρεμος και σταθερός.Η νηστεία ήταν καλή και υγιεινή συνήθεια, αλλά το Πασχα είναι γιορτή του πνεύματος. Και δεν υπάρχει πνεύμα μέσα σε ποταμούς χοληστερίνης και θάλασσες αλκοόλ, ενώ οι μουσικές θολώνουν την κρίση. Οχι. Αυτό το Πάσχα, θα φάνε και θα πιούν ό,τι προστάξει η κεφαλή της οικογένειας, δηλαδή ο ίδιος ο Τζάκ. Που δεν τον λένε Τζάκ, μήτε θέλει να ξανακούσει αυτό το γελοίο παρατσούκλι.
Καθώς η διαδρομή της οικογένειας Ζαμπάκογλου μέσα στην τελευταία τριακονταετία της νεοελληνικής ζωής είχε παρουσιάσει συμπτώματα δουλοπρέπειας, χατζηαβατισμού, χαμερπείας και μωροφιλοδοξίας, αλλά ποτέ δεν είχε ακουστεί κανένας Ζαμπάκογλους γιά επιμονή στις απόψεις του, ολόκληρη η οικογένεια παράτησε τις αντιδράσεις και μερικοί απλώς σταυροκοπήθηκαν που ο μπαμπάς είχε μουλαρώσει.
Ο Περικλής δεν άφησε κανέναν να μπεί στην κουζίνα ή να πάει στην αγορά, επιτρέποντας απλώς ,κατά την έκφρασή του «ωραίες βόλτες, αλλά χωρίς μετρητά ή κάρτες στην τσέπη». Ετοίμασε μαγειρίτσα γιά το βράδι του Σαββάτου, βούτυρο με μέλι και παξιμάδι γιά πρωινό και αρνάκι στον φούρνο με πατάτες γιά μεσημεριανό. Η οικογένεια έμεινε εμβρόντητη με το μέγεθος των μερίδων και το μετρημένο τυρί, τις πέντε φέτες ψωμιού γιά κάθε μέλος της και το ένα ποτηράκι ρετσίνας γιά τον καθένα.Η τηλεόραση ήταν κλειστή και μόνον το ραδιόφωνο έπαιζε.
Αφού δεν υπηρχαν περισπασμοί, η οικογένεια, βιώνοντας έστω και γιά μία ώρα την κατάσταση στην οποία ζούσε πρίν τριάντα και σαράντα χρόνια, άρχισε να αστειεύεται, να λύνει γρίφους και επιτραπέζια παιχνίδια, να κοιτάζονται και να χαμογελούν. Και ο Περικλής, ευτυχισμένος που έδειξε στους Ζαμπάκογλου ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, βρισκόταν στη μέση της σύναξης βουρκωμένος στην σκέψη της Λαμπρής.

[2008]
Ο παίς Παντελάκης, όντινα «Πάντυ» αποκαλούσε η συντροφία των αγυιοπαίδων εις τους οποίους ανήκεν,εξύπνησεν αργά, λόγω της λαμπρής εορτής και ησχολήθη, πριχού αγγίξει σάπωνες και σαμπουάνια, με την αποστολήν γραπτών μηνυμάτων προς τους φίλους του,άτινα και «εσεμέσια» καλεί ο κοινός λόγος,ίνα φροντίσωσιν την από κοινού απογευματινήν τσάρκαν των ,αμα τη λήξει των οικογενειακών υποχρεώσεων, συμποσουμένων εις βαρετάς τινάς προτροπάς των γονέων «να υπάγωμεν, μέρες που είναι, εις εξοχικόν τι ταβερνείον, ίνα το ρίξωμεν έξω». Πλήν του οικογενειακού προϋπολογισμού, ο παίς Παντελάκης δεν είχε καμίαν άλλην εμπειρίαν στοιχείου ριπτομένου έξω της ρότας του,αλλά οι σεβαστοί γονείς του δεν εθεώρουν ότι ο Πάντυ των,είχε αποκτήσει γενικωτέραν έποψιν του βίου.
Ο μικρός έρριψεν νυσταλέον βλέμμα εις την αυλήν αφηρημένος, και εκόντευσε να του πέσει το κινητόν εκ της χειρός. Εμπροσθεν της οικίας του διέβαινεν, όλως τυχαίως, ο μικρός γείτων Ζαφειράκης, γνωστότερος ως «Ζάφυ», τον οποίον η παρέα του Πάντυ επιμελώς απέφευγεν, διότι εφέρετο καθ΄υπερβολην συνεσταλμένως, οι δε γηπεδικαί του προτιμήσεις, διέφερον παρασάγγας των ιδικών των.Πλήν ο Ζάφυ επωχείτο λαμπρού ποδηλάτου, στίλβοντος μελανού, με ρόζ εκτυπωμένας αστραπάς επί του σκελετού, εφόρει κράνος μετατρέπον την όψιν του εις εξωγηίνου τινός εμφάνισιν, ενώ συνωμίλει μετ΄αγνώστου κρατών εις την δεξιάν κινητόν τελευταίας εσοδείας και μονολιθικού σχεδιασμού ,προφανώς θρίτζιου(3G) και ουαντατσίου(one-touch) περιόδου,όπερ ο Πάντυ είχεν ιδεί εν διαδικτύω και του έφυγεν ο τάκος.Επί των ωτίων του μόλις διεκρίνοντο αι λεπταί καλωδιώσεις αιποδίου(i-pod) κεκρυμμένου εις αφανή ειδική υποδοχή της εξόχου μπουφανιάς του,ενώ τα πηδάλια του δικύκλου θαύματος εκινούντο διά φαντασμαγορικών υποδημάτων αυτοφωτιζομένων και πολυχρώμων, ιδιαιτέρως κεκοσμημένων διά φωσφοριζουσών ανταυγειών. Ητο προφανές ότι ο Ζάφυ εβόλταρεν εν θριάμβω, ως κατακτητής απάντων των επιθυμητών συρμών της συμπαθούς εκείνης γειτονίας.
Το κινητόν του Πάντυ,διά ταχέων κινήσεων του δεξιού αντίχειρος, εξέπεμψεν τοις φίλοις, το σχετικόν ολιγόλεξον μήνυμα, συμποσούμενον εις το γεγονός της παρελάσεως του Ζάφυ, εις ακρογωνιαίαν περιγραφήν των μπρικαμπρακίων και γκατζετακίων άτινα ο παίς έφερεν μετ΄αυτού και κατακλειόμενον με την ερώτησιν του «πόθεν έσχες ο Ζάφυς». Το «πόθεν έσχες» ήτο πρόσφατον εύρημα της συντροφίας,καθ όσον το είχον εμπεδώσει παρακολουθούντες μετά των οικογενειών των εξανάγκης τα τηλεοπτικά νέα,καθ΄όσον τα ανίοντα μέλη της, ήθελον υψηλήν την έντασιν των Ειδήεων.
Η ανταπόκρισις της τσακαλοπαρέας δεν εβράδυνεν, καθώς άπαντες είχον ταχύν αντίχειρα και επικαιροποιημένας ειδήσεις. Ο Ζάφυς, ο μη έχων μοίραν εις τον παιδικόν ήλιον, ο απόμακρος και ενίοτε ενδεδυμένος τα ζήνια(jeans) του πρεσβυτέρου αδελφού του, ο συχνάκις περιφρονούμενος, και ο σχεδόν αόρατος,έσχε την μοίραν του μόσχου του σιτευτού ή του ασώτου.Οι γονείς του, ανησυχούντες διά την αυξανομένην κοινωνικήν απομόνωσιν του παιδός,και συμβουλευθέντες ειδικούς επιστήμονας, προέβησαν εις απόκτησιν εορτοδανείου, το οποίον ευχαρίστως εδαπάνησαν υπέρ της κοινωνικής αναβαθμίσεως του σκύμνου των, ο οποίος επικινδύνως εργολαβούσεν με λογοτεχνικά έργα και ηγάπει την ζωγραφικήν. Ασμένως δεν εδέχθησαν το ενδεχόμενον να επιζήσουν κατά τον προσεχή χρόνο με λούπινα και τοματόρυζον , ώστε ο Ζάφυς να αποδοθεί εις την κοινωνίαν ικανός προς πάσαν δικαιοπραξίαν.
Ετσι εξηγήθη επιτέλους η θριαμβική δίκυκλος παρέλασις του παιδός Ζάφυ, και η ταυτόχρονος έκπληξις του επίσης παιδός Πάντυ.

[από το 'καναβάτσο' ]

5.4.09

Η Σεράγια

Κυριακάτικα τριγυρνούσαμε στα μέρη της Κορακιάνας, πάνω από το καστέλο Μπιμπέλι, στα πρόθυρα της θρυλικής Σεράγιας, δηλαδή της αρχαίας κατοικίας των Προσαλέντηδων, με το εκκλησάκι και τα δύο λιτρουβιά, οπότε τσούπ, την φωτογραφία έκοπταν αισθητικώς οι κοκκυκιές. Είναι τα δέντρα που ανθίζουν σε ένα παράξενο κυλοτί και πρασινίζουν με έναν έκτακτο μεταβολισμό, η στερνή σπορά της ανοιξης ενω το χρώμα των ανθών της ωσάν του νερωμένου αίματος περιέγραφα στην Εσπανιόλα και το κάρφωσα ευχαριστημένος στον Σβάρτσιχ που θεραπευμένος έλαμνε δίπλα μου. Ω ναι , η κοκκυκία μοι αρέσει, του λέγω, δυό βήματα από τα φαντάσματα του Πολυλά, του Σολωμού και πολλών ανάκτων. Στον Κοκκικύλα την πρωτογνώρισα, αρχές του 2005, δίπλα στον δυώφθαλμο νερόμυλο, απέναντι τα ΑκροΚεραύνια όρη, στοιχηματίζω ότι από εδώ ο Lear τα είδε και τα επαίνεσε στις σημειώσεις του. Ο Σβάρτσιχ συμφώνησε, αλλά έδειξε ότι του αρέσουν περισσότερο τα φύλλα και όχι τα ανθάκια. Ινατί αυτό; τον ερωτώ.
Τα φύλλα της κοκκυκιάς είναι μεγάλα, μου λέει. Και τυλίγαμε τα μικρά πουλιά που πιάναμε στα φύλλα, τυλιχτά, και τα ψέναμε στον φούρνο. Γινόταν τόσο λυώμα, που τρώγονταν και τα κοκκαλάκια.
Πιάνατε και ρούβελους, και τσόνια; τον ηρώτησα.
Και άλλα πολλά, και ρούβελους, μου λέγει.Τα περισσότερα πουλιά δεν τα ξεύρω ονομαστικώς.
Σωστά, του λέγω. Εσένα σοι άρεζε η αστρονομία.
Μητε και τα άστρη ήξερα, ομολογεί.
Δεν μπορεί, του λέγω. Την μεγάλη Αρκτο την ξέρεις.
Σκάρσελι, μου απαντά.
Κι εγώ, του μολογώ, μόνον εκείνο το άστρο τον Αλδεβαράν ήξερα επειδή το έγραφε ο Σεφέρης. Και κοίταζα τους ουρανούς των Γιαννιτσών και του Εσέκ Ντερέ και τον ήψαχνα, αλλα ήταν το νότιο ημισφαίριο.
Ωστόσο μου λέγει, ξέρεις τον Αυγερινό και την Πούλια.
Μάλιστα τα ήξερα. Ηξερα και πως ο Αυγερινός ή Αποσπερίτης είναι η Αφροδίτη.
Αλλα η Πούλια, μου λέει, είναι αστεράκια συνωστισμένα.
Μάλιστα του λέγω. Οι Πλειάδες. Επτά. Γι΄αυτό και λεμε γιά πλειάδα διανοουμένων.
Αλλά μπορεί να απέχουν οι συνωστισμένες έτη πολλά εκατομμύρια φωτός, παρατηρεί.
Αυτό συμβαίνει με τον ουρανό ,απαντώ και είχαμε φτάσει πλέον στην Άνω Κορακιάνα, στην υπο διαμόρφωση πλατεία Τσιρίγγα.Πάντως εμείς στα Ιανιτσά, βαρούγαμε σπουργίτια και τα ψήναμε περασμένα σε βίτσα. Δεν είχαμε ρούβελους.
Οχι δεν είχατε, συμφωνεί.
Ηταν ωραία αυτά τα ποιητικα λόγια ,και μας τα προκάλεσε η κοκκυκιά.

μποστ

ποστ

3.4.09

Οι γυρολόγοι

Πήραμε τους δρόμους με τον Σβάρτσιχ ένα απόγευμα και χαλαστήκαμε. Δεν είμαστε γιά πολλα περπατήματα και αγωνίες. Αλλά γελάμε το ίδιο. Περαστικά, φίλε μου.




Κρεμαγέρα
Στον καλοτάξιδο Σταμάτη Χοντρογιάννη

Κρεμαγέρα κοκκαλωμένη απ ΄τη σκουριά τιμόνι με τζόγο
Ντιστριμπιουτέρ με διαλυμένο αξονάκι και καρμπιρατέρ
Πηγμένο στη βενζίνη με σκαλωμένη βελόνα.Ο ποιητής
Πληρώνει στο συνεργείο ένα μηνιάτικο και χάνει μια σιέστα
Προκειμένου το γηρασμένο κατρελάκι του να τον οδηγήσει
Στο Μπαργιαμίτσι και στη Γάβριανη, διάφανο σαμιαμίδι
Ν’ αντικρύσει στων πετρωμένων μύλων το ξελογιασμένο νερό

Απρόιτη φύση επιζητεί, με τα σταυροφόρα σύννεφα χαμηλά
Να σκιάζουν τη μισή Γαλάτιστα ενώ ξεχειλώνουν τα βουνά
Του Βάβδου καθώς σωριάζεται ο μαγνησίτης στερεομετρικά
Ο ασβέστης σκίασε τον παλαιολόγειο τοίχο και μεγάλες ρωγμές
Ξεκινώντας από τα παραβήματα διασχίζουν την άσφαλτο και
Καταλήγουν στα γόνατα του γέρου που φορτώνει κρεμύδια
Στο Ντάτσουν.Είναι που η φύση ξέρει από μηχανές ζεστές-

Τη μηχανή της φρόνησης και τη μηχανή της παράφορης ζωής
Τον ουσιαστικό σίφωνα και την υδρόψυκτη γλασέ βαλλίστρα
Τέτοια, αναγνώστη μου, μυθεύματα μόνο σε πολιτεία θα ‘βρείς
Σκαλώνοντας τον οριζόντιο άξονα στα ικρία στενού δρόμου
Παίζοντας τον αλλοτριωμένο που τρελαίνεται για παγωτό.
Ω λαογραφία των πόλεων και λαογραφία,εσύ, των βουργεσίων!

Το ποίημα, εικοσιπενταετίας και βάλε.

ορίστε και η .... ενεσούλα που λέγαμε

2.4.09

A sexy, out there, very physical Bach.




Michael Lawrence Films Bach Project ΕΝΑ
Michael Lawrence Films Bach Project ΔΥΟ

Michael Lawrence Films Bach Project

1.4.09

Chemtrail tales

Περιμένω τον Σβάρτσιχ αύριο και είμαστε στα τηλέφωνα. Μου λέει πως βρήκε ένα τραγούδι που του ζήτησε κοινός φίλος, με θέμα το DDT,το φονικό εντομοκτόνο με το οποίο το σχέδιο Μάρσαλ σκότωσε μερικά κουνούπια και γέννησε αρκετούς καρκίνους . Το τραγουδάνε στην Λευκάδα και θεωρείται νεοδημώδες, όπως το κάνε μας μιά πίπα σιλβουπλέ, Τρεζαγκέ, Τρεζαγκέ, ή όπως το τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά.
Μου το ψιλοτραγούδησε. Τέτοιο μοιάζει. Με την ευκαιρία θυμήθηκε πως όταν ήταν νήπιο και παιδάντς(=παίς, στα ποντιακά) αρχές δεκαετίας του πενήντα, οι βασιλείς παραθέριζαν στο Μον Ρεπό και δυό-τρείς μέρες πρίν φτάσουν, ένα αερόπλανο ΨΕΚΑΖΕ ΟΛΗΝ ΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ με DDT, γιά να έχουν οι άνακτες ανέφελον ύπνο και διαμονή. Πίστευα ότι η μόνη μου ανάμνηση εκ βασιλέων ήταν το πράσινο οινόπνευμα με το οποίο η Φρειδερίκη και η Ειρήνη ξέπλεναν τα χέρια τους στα Γιαννιτσά, μετά από κάποιες χειραψίες, αλλά η μνήμη μας περίμενε αλλού: στο αεροπλανάκι που τι ψηλά πετάει.
Ο Σβάρτσιχ θυμήθηκε οτι το αεροπλάνο περνούσε και πάνω από το Σωκράκι και τους ράντιζε. Και ότι ο ίδιος έβγαινε να ραντιστεί, γεμάτος θύμηση κι επιθυμία. Τότε θυμήθηκα τους εαρινούς ψεκασμούς με DDT στην Μπάλτζα, στον κάμπο των Γιαννιτσών, στα όρια με το Ταλαμπάς, όπου όταν βλέπαμε το σχετικό αερόπλανο, ξαμολυόμασταν να προλάβουμε να μπoυμε στην ουρά τουDDT, μές στην καλή χαρά. Αργότερα, έμαθα ότι στα ίδια μέρη ήταν εγκαταστημένες και πυρηνικές νάρκες. Και μετα, επιβεβαιώσαμε ότι σε αμφοτέρων τις παιδικές ηλικίες εμείς, τα παιδιά βάζαμε το DDT στον γεμιστήρα του φλίτ, ότι λέγαμε φλίτ την τρόμπα και ότι μύριζε εκείνην την βενζινομυρωδιά ,που ήταν πολύ κοντά στο περιβόητο καπαντούε, ένα ιταλικό σπρέι με το οποίο βγάζαμε τις λαδιές από γραβάτες και άλλα άγρια θηρία, περί το 1958 και εφεξής. Γιατί ρε Σταμάτη, το λέγαμε φλίτ; ρωτάω. Μάλλον από τον Βαν Φλήτ, μου απαντάει και γελάμε.


[Δεν είναι πρωταπριλιάτικο, πλην του τίτλου.]