3.4.09

Οι γυρολόγοι

Πήραμε τους δρόμους με τον Σβάρτσιχ ένα απόγευμα και χαλαστήκαμε. Δεν είμαστε γιά πολλα περπατήματα και αγωνίες. Αλλά γελάμε το ίδιο. Περαστικά, φίλε μου.




Κρεμαγέρα
Στον καλοτάξιδο Σταμάτη Χοντρογιάννη

Κρεμαγέρα κοκκαλωμένη απ ΄τη σκουριά τιμόνι με τζόγο
Ντιστριμπιουτέρ με διαλυμένο αξονάκι και καρμπιρατέρ
Πηγμένο στη βενζίνη με σκαλωμένη βελόνα.Ο ποιητής
Πληρώνει στο συνεργείο ένα μηνιάτικο και χάνει μια σιέστα
Προκειμένου το γηρασμένο κατρελάκι του να τον οδηγήσει
Στο Μπαργιαμίτσι και στη Γάβριανη, διάφανο σαμιαμίδι
Ν’ αντικρύσει στων πετρωμένων μύλων το ξελογιασμένο νερό

Απρόιτη φύση επιζητεί, με τα σταυροφόρα σύννεφα χαμηλά
Να σκιάζουν τη μισή Γαλάτιστα ενώ ξεχειλώνουν τα βουνά
Του Βάβδου καθώς σωριάζεται ο μαγνησίτης στερεομετρικά
Ο ασβέστης σκίασε τον παλαιολόγειο τοίχο και μεγάλες ρωγμές
Ξεκινώντας από τα παραβήματα διασχίζουν την άσφαλτο και
Καταλήγουν στα γόνατα του γέρου που φορτώνει κρεμύδια
Στο Ντάτσουν.Είναι που η φύση ξέρει από μηχανές ζεστές-

Τη μηχανή της φρόνησης και τη μηχανή της παράφορης ζωής
Τον ουσιαστικό σίφωνα και την υδρόψυκτη γλασέ βαλλίστρα
Τέτοια, αναγνώστη μου, μυθεύματα μόνο σε πολιτεία θα ‘βρείς
Σκαλώνοντας τον οριζόντιο άξονα στα ικρία στενού δρόμου
Παίζοντας τον αλλοτριωμένο που τρελαίνεται για παγωτό.
Ω λαογραφία των πόλεων και λαογραφία,εσύ, των βουργεσίων!

Το ποίημα, εικοσιπενταετίας και βάλε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: