5.11.09

Στην παραλιακή


ΠΟΣΟΝ ΟΙΝΟ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ Βέροια 31 ΟΚΤ 2009


Θα προσπαθήσω σήμερα να σας εξηγήσω έναν αρχαίο μου στίχο:

Αυτά που λέμε κι αυτά που γράφουμε
απάτη και θέατρο και δίψα γιά κρασί
κάποτε στην Εδεσσα ένα μπουκάλι Αμυνταίου
αξίζει όσο αυτά που γράφουμε

Θα δέσω την αρχαιότητα με τον μεσαίωνα, κι από κεί θα την γλυτώσω προς την σύγχρονη εποχή, απαντώντας στην ρητορικη ερώτηση πόσο πνεύμα περιέχει ο οίνος μέσα από δύο κρανία. Μιά αβέβαιη διήγηση θέλει τον Αλέξανδρο αποδέκτη ενός εχθρικού κεφαλιού,δώρο από έναν βαλκάνιο οπλαρχηγό. Ο Μακεδόνας το είδε απαθής οπότε ο άλλος του θύμισε ότι στην πατρίδα του την Παιονία, αυτό το δώρο θα το εκτιμούσαν πολύ, αφού το κεφάλι γίνεται ωραίο κύπελλο.Ο Αλέξανδρος περιορίστηκε να πιεί στην υγεία του ένα ξέχειλο κύπελλο. Μετά από χίλια εκατό χρόνια, ένας άλλος ηττημένος,ονόματι Νικηφόρος, βασιλιάς των ρωμιών, βρέθηκε με το κρανίο του στα χέρια του χάν Κρούμμου, που το είχε μάλιστα στολίσει με πέτρες και ευγενή μέταλλα.

Δυό κρανία, δυό καυκάκια,δυό καύκοι, δυό καούκες.Χωρούσαν ίσαμε μιά οκά κρασί, μπορεί και περισσότερο.Και ανάμεσα ,κοντά στο έτος 608,610,μιά κραυγή, εύθυμη και αγωνιώδης, σκεπαζει το αλμπενί και το τουπέ του βασιλιά Φωκά. Ο κόσμος τον κατηγορει ως μέθυσο: «Πάλι τον καύκον έπιες, πάλι τον νούν απώλεσας»

Τον καύκον. Το νεκροκεφαλόσχημο δοχείο. Αυτό που σημερα, λέμε ακόμη «καούκα». Καούκα είναι ο καύκος. Δεν είναι χάλιξ, δεν είναι άλλο κύπελλο. Χωράει πολυ κρασί, που άν το πιείς ξενέρωτο, χάνεις το μυαλό σου. Αδιάσειστο τεκμήριο ότι η αρχαιότης εψόφησεν. Η αρχαιότης του κεκραμένου οίνου, των συμποσίων και της λεπτής συγγένειας την ήπιας ζάλης με τις λαμπρές ιδέες. Τώρα, αρχές του 7ου μεταχριστιανικού αιώνος, το πολύ κρασί, πάνω από την συνήθη ευλογία, δεν περιέχει πλέον πνεύμα. Το ξέρει ο λαός της εποχής. Πάλι τον κάυκον έπιες. Πάλι τον νούν απώλεσας. Στην επανάληψη, στην ποσότητα βρίσκεται το μυστικό να χάσεις το μυαλό σου, δηλαδή το πνεύμα σου.Στην ουσία, αυτό το ρακόρ με τα καυκάκια δεν το χρωστάω σε προσωπικό εύρημα, αλλα στον Τζέτζη, που πρώτος δένει Παίονες και Βουλγάρους:

Παίονες γαρ οι Βούλγαροι: μη πείθου τοις βουβάλοις
Οι έτερον του Αξιού θέλουσι τον Βαρδάρην

Αυτή η κρίσιμη εποχή, συγκρούεται κυρίως με τις φανταχτερές της συμβάσεις. Ανάμεσα σε δύο καταλόγους τροφίμων, φαγητών και ντελικατέσεν. Του Αθήναιου, μιάς τεχνητής προσωπικότητας, όπου κάθε πικραμένος πρόσθετε τα κέφια του, και εκείνου του Φαναριώτη που συνέταξε κατάλογο γκουρμέ προϊόντων του ευρύτερου γραικικού χώρου.

Βασικό πρόβλημα της ηθικολογικής αυτής εποχής είναι η σύγκρουση ανάμεσα στον στωικισμό που απαιτεί νοικοκυραίους ηθικούς, περίπου προτεστάντες, που τα θέλουν όλα εν μέτρω και σε κάτι άχαρους κρεμανταλάδες που κυνηγάνε την ευτυχία στις εμμονές του, και που λέγονται επικούρειοι. Στην μέση,η χριστιανική διδασκαλία, μέσα από τις γραφές της. Ο Χριστός όχι μόνον έπινε κρασί, αλλα έκανε και σχετικό θαύμα στον γάμο εν Κανά.Το πιό σπουδαίο:την ώρα του πάθους, πρόσφερε κρασί στους μαθητές του λέγοντάς τους «πίετε εξ αυτού πάντες, τουτο εστί το αίμα μου». Αίμα που προκαλεί πάθος. Χύνεται γιά τους πολλούς. Είναι το μόνο προίον της γής που μεταμορφώνεται σε πνεύμα, το πνεύμα της Καινής Διαθήκης.

Οι εχθροί της νέας θρησκείας στηρίχτηκαν φοβερά σε αυτό το χωρίο, επίτηδες παρερμηνεύοντας το ευαγγέλιο και παρουσιάζοντας τους χριστιανούς ως ιδιότυπους τέκτονες που λειτουργούν με αίμα.Το κρασί έγινε διαμεσολαβητής ανάμεσα στο πιό πνευματικό παράγωγο μιάς θρησκείας, την μετάληψη, την μέθεξη με τον άλλον κόσμο.Υπάρχει ακολουθία της Μεταλήψεως, δηλαδή δογματικό και αισθητικό ερμήνευμα αυτού του παράξενου χώρου.

«Φρίττω δεχόμενος τὸ πῦρ, μὴ φλεχθῶ ὡσεὶ κηρὸς καὶ ὡσεὶ χόρτος.»

Το πύρ είναι δογματικως το αίμα του Θεού, αλλά στην πράξη είναι κρασι. Αγιασμένο. Από αυτήν την διττότητα, εμφανίζονται πολλες συγκρούσεις.
Κατ΄αρχήν στον μεσαίωνα ο κόσμος έπαιρνε τις μισές από τις αναγκαιες θερμίδες του από το κρασί. Σώζονται πολλα τυπικά μονών, όπου αναφέρονται οι δόσεις των μοναχών, ο τρόπος της διατροφής. Οι επιπτώσεις στην υγεία φαίνονται δευτερεύουσες. Πάντως τιμάται και εγκρίνεται η λειτουργία του οίνου ως μεσολαβητικού υλικού θεογνωσίας, αλλα τα υπόλοιπα αφήνονται στην καταγγελία. Η μέθη δεν ευνοείται.Πάντως τελειώνοντας ο ένατος αιώνας, αποδίδεται στον Ιωάννη Γεωμέτρη, τον και Κυριώτη, μιά πληθωρική εικόνα πλήθουσα και εντυπωσιακή:

Ωρια πάντα τέθηλε και άμπελος εις τόκον οργά
Σμήνεα δ΄άρτι μέλι χλωρόν υπεκπρορρέει

[Ολα τα πάντα ανθούν, το αμπέλι παλεύει να γεννήσει
Ξεχειλίζει το φρέσκο μέλι από τις κερήθρες]

Η υποχώρηση της μεγαλογράμματης γραφής και η εικαστική ακμή που φέρνει η πολιτικη μετά την εξ Αμορίου δυναστεία, ορίζει το κλίμα του πνεύματος που δεν φαίνεται να έχει σχέση με τον οίνο ή το οινόπνευμα. Από τα πρώτα αγιορειτικά, αλλα και άλλα μοναστικά έγραφα και τυπικά, το κρασί μνημονεύεται ως μιά απλή , καθαροαιμη αξία. Χρηματική. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα ίδια χρόνια σε άλλες χώρες ,άρχισαν να διαφημίζονται άλλα αποστάγματα. Και συνέβη μιά μεγάλη ηθική μείωση του οίνου. Από την μιά, οι μουσουλμάνοι δεν έπιναν κρασί, παρά τις μαλαγανιές τις μπαγαποντιές και τις παρεκκλίσεις, όπως η δημιουργία ενός μεθυστικού σχεδόν φασκόμηλου. Και οι μουσουλμάνοι είχαν ένα διανοητικό πλεονέκτημα.Ηταν λαοί που κατάφεραν να αλλάξουν την εξουσία της ανατολικής μεσογείου σε χρόνο ντετέ.Κάτι που οι Ρωμιοί όχι μόνον δεν κατάφεραν, αλλά επιπλέον ήταν αυτοί που έχασαν τα περισσότερα εδάφη. Χωρίς αλκοόλ και χωρίς εικόνες,το Ισλάμ νικούσε.
Ενας άλλος νικητής της εποχής, ελαφρά αρχαιότερος, οι Ούννοι ,απόγονοι Σκυθών και λοιπών λαών της στέππας, δεν γνώριζαν το κρασί, αλλά ένα νόστιμο ευφραντικό, το λεγόμενο μέθυ, που υπάρχει και σήμερα υπό το όνομα med. To μέθυ, συνήθως από ξυνισμένο γάλα φοράδας, έφερνε τρομερή μέθη και ταχύτερο ξεσάλωμα. Οσο γιά τους άλλους λαούς, ακόμη σκλάβους των ζυμώσεων, η μπίρα ξεκινούσε τον ενεργό της ρόλο. Τα κρασιά στην δύση δεν ήταν και τόσο νόστιμα, άν πιστέψουμε γεωγράφους σαν τον Στράβωνα που θεωρούσαν χάλια τα γαλατικά κρασιά.
Ωστόσο, η εμμονή πολλων ιστορικών της εποχής που συσχέτιζαν ακόμη τα όρη του Ιμάου, με την Ιβηρία, την εκσρατεία του Ηρακλή και του Διονύσου, και την ύπαρξη του οίνου ως στοιχείου μεσογειακότητας, γιά να μη την πώ ελληνικότητα, έφταςε ακόμη και στα χρόνια του Νόννου που Πανοπολίτη που συνέγραψε ένα από τα έργα που δεν όζουν απλώς, αλλά μοσχοβολάνε φυτίλι, λυχνάρι, έως και νάφθα, τα Διονυσιακά.

Με την αλλαγή της χιλιετίας,έχουμε στέρεα δείγματα ότι το πνέυμα άρχισε να εμποτίζει τον οίνο, ως ακριβό προσθετικό. Οτανο Ψελλός κάνει ένα φεγγάρι καλόγερος και αποχωρεί, δέχεται φραστικη επίθεση από τον παλιό ηγούμεό του,τον Ιάκωβο και δεν απαντά με υστερία, αλλά με χιούμορ, κάτι έκτακτο και ξιπάστικό γιά την εποχή. Του γράφει ένα ποίημα με ακροστιχίδα, που ερμηνεύεται ως

Μέθυσον Ιάκωβον ευρύθμως άδω, Κώνστας.
[Εγώ ο Κώστας,με τέχνη αφιερώνω το ποίημα στον μέθουα Ιάκωβο]

Το ποίημα, σε παράφραση που δοκίμασα από περιέργεια, έχει ως εξής:

Ντίρλα, και πιόμα και χοροί
Να η παρέα σου Ιάκωβε
Με την λιάρδα αντάμα φασαρία
Και κέφια και ομορφιές
Χορευταρούδες και νταούλια
Και δουλειά στο πατητήρι
Λυωμένες ρώγες στον ληνό
Γεμίζουν τις κοιλιές των πιθαριών

Ο Χριστόφορος Μυτιληναίος, ένας έξοχος ποιητής,δεν αναφέρει το κρασί, αλλά η φλεγμονώδης διάθεσή του, η μεταφορική, η εναντίον των λειψάνων και η παντοδύναμη αρά της τύχης, θαρρείς και απαιτούν ένα κρασοβόλι δίπλα του.Στον ίδιον αιώνα, οι μόνες αιρέσεις που ισχύουν ,είναι οι με πολιτικό υπόβαθρο, όπως οι Παυλικιανοί, οι Αλμπιγκένσες και οι Βογόμιλοι. Δεν μετράει ως κατάρα που κάποιος αμφιβάλλει γιά τον αριθμό των γνησίων λειψάνων. Είναι ακόμη πολύ βαρειά τα πράγματα. Οι βυζαντινοί ,συλλαμβάνοντας έναν αντάρτη-φύλαρχο της Θράκης, δεν του κόβουν απλως τα τέσσερα άκρα, αλλά τον αφήνουν στην χλεύη μιάς θαλασσινής σκάλας και φωνάζουν γιατρούς που του κάνουν ανατομία ενώ είναι ζωντανός, ανοίγοντας τα σωθικά του γιά να μελετήσουν τον ανθρώπινο οργανισμό.

Ο δωδέκατος αιώνας βαφτίζει διαφορετικά την ιστορία. Πρώτος, ο απερίγραπτος Τζέτζης που ξεπερνάει τα όρια της ηθικής συμπεριφοράς, δημιουργώντας παρεφθαρμένες ή φανταστικές γλώσσες, δείγματα τρελής παρέας, κεφιού και δημιουργίας;

Και Σκύθην ασπαζόμενος ούτω προσαγορεύω
Καλή σου μέρα αυθέντρα μου, καλή σου μέρα αυθέντη:
Σαλαμαλέκ αλτή, σαλαμαλέκ αλτούγεπ

Τοις Πέρσαις πάλι περσικώς ούτω προσαγορεύω
Καλή σου μέρα Αδελφέ, που υπάγεις,πόθεν είσαι,φίλε;
Ασάν χαίς κουρούπαρζα χαντάζαρ χαραντάση

Τω δε λατίνω προσφωνώ κατά Λατίνων γλώσσαν
Καλώς ήρθες αυθέντα μου, καλως ήλθες αδελφέ
Βένε βενέστι δόμινε,βένε βενέστι φράτερ

Καθώς μας αποκοιμίζει με λέξεις που χαρακτηρίζει πρόσφορες και πρεπώδεις, ξάφνου να πως μιλαει σε μιά Αλανή που έμαθε πως έχει παράνομη σχέση. Δεν μπορώ να σας πώ δημοσίως τι βρισιά ξαμολάει, πάντως το αλανικό κείμενο είναι το φαρνέτζ κίντζι μέσφιλι καίτζ φουά σαιγγε και σημαίνει: δεν ντρέπεσαι αφέντρα μου που το κάνεις με έναν παπά;

Είναμιά κοινωνία που δέχεται πιά πολλες επιδράσεις.Κι ενώ υπάρχει τεράστια ζώνη νέας τεχνολογίας, όπως ο ανεμόμυλος και οι δυό σοδειές στα χωράφια , η αμειψισπορά που αφήνουν μόνον το ένα τρίτο του χρόνου χωρίς σπορά,το αμπέλι παραμένει στην παραδοσιακή τεχνολογία. Πάντως, ήδη από τα ύστερα κομνήνεια πρακτικά ,εμφανίζονται στις απογραφές, αρκετά παρατημένα αμπέλια. Ισως γίνονται και εισαγωγές, ίσως ισχύουν άλλοι λόγου. Το κρασί ακόμη δεν τιμάται, δεν παινεύεται. Ωστόσο άλλοι μερακλήδες είναι σε θέση να εκφράσουν τον σαρκικόν έρωτα, ενώ η Αννα Κομνηνή έχει φροντίσει να εξακοντίσει με φοβερές περιγραφές το ουράνιο πρόσωπό του.
Στο κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην, το ερωτικό παιχνίδι δεν χρειάζεται μετάφραση γιά να κατανοηθεί-τόσο σύγχρονο είναι:

Μετά γουν άλλα τα πολλά των ερωτοχαρίτων
Όσα μαθαίνει φυσικώς ερωτική καρδία
Εσέβησαν εις το λουτρόν,ελούσθησαν εκείνοι
Και του λουτρού τας ηδονάς και τας εν τούτω χάρεις
Όπως της κόρης τας πληγάς εμάλλασεν εκείνος
Και δροσισμόν απόρρητον εκ των μωλώπων είχαν
Και γλυκασμόν και δροσισμόν εκ φιλημέτων είχεν
Και κόρον ουκ ελάνβανεν των ηδονών της κόρης
Εβλεπε βλέπων ηδονής φύλλον γλυκύν εετρύγα
Είπα τι και γλυκύτερον πάντων των γλυκυτέρων
Και χάριτες αδούλευσαν τα της υπηρεσίας
Και συνελούσθησαν εκεί μετά της κόρης τότε.

Αυτά τα τεχνάσματα που μας φαίνονται σήμερα αυτονόητα,ήταν πρωτοποριακά, την εποχή εκείνη.Μη ξεχνάμε ότι ο πολιτικός στίχος, ήτοι ο δεκαπεντασύλλαβος, μνημονεύεται στα χρόνια του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Η λαική γλώσσα και οι νέοι τρόποι χειρισμού της, πρώτα κατακτούν τις έννοιες και έπειτα την στιχουργικη, ή το γλωσσικό όργανο.
Στην διήγηση του τιμ ημένου Γαδάρου, η διήγηση γίνεται λαχανιαστή, και παραγωγική.

Και αναβαίνω στο βουνό να πώ την προσευχή μου
Προς τα κακά όπου έκαμε να σώσω την ψυχή μου
Ενδύομαι τα ράσα μου,κουρεύομαι απαυτή μου,
Βαστώ σταυρόν και πατερμά,φορώ και το μαντί μου
Και δείχνω μεγαλόσχημα και μοιάζω σαν γουμένη
Κι εις την καρδιά μου πονηριά, ποσώς δεν απομένει

Ηρθε η ώρα του Πτωχοπρόδρομου

Γείτονα έχω πετσωτήν ,ψευδοτζαγγάριν τάχα
Πλην ένι καλοψωνιστής, ένι και χαροκόπος
Όταν γαρ ίδει την αυγήν περιχαρασσομένην
Ευθύς «ας βράσει το ζεστόν» λέγει προς το παιδίν του
«και να παιδί μου, στάμενον εις τα χορδοκοιλίτσα
Αγόρασε και βλάχικον σταμεναρέαν τυρίτσιν
Και δός μου να προγεύομαι, και τότε να πετσώσω»

Αφού δεν παραθέσουσι και γεύσεται και κάτση,
Ανάθεμά με βασιλεύ,ότιαν στραφώ και ιδώ τον
Το πως ανασκουμπώνεται κατά της μαγειρίας
Αν ου κινούν τα σάλια μου και τρέχουν ως ποτάμιν
Αυτός γαρ εμπουκώνεται, κλώθει την μαγειρίαν
Κι εγώ υπάγω κι έρχομαι πόδας μετρών των στίχων
Αυτός χορταίνει τον γλυκύν εις τον τρανόν μουχρούτιν
Κι εγώ ζητώ τον ίαμβον, γυρεύω τον σπονδείον
Γυρεύω τον πυρρίχιον και τα λοιπά τα μέτρα
Αλλά τα μέτρα που ωφελούν την άμετρόν μου πείναν...

H φιλοσοφία του κρασοπατέρος Πέτρου του Ζυφομούστου-προσέξτε την κωμική συνύπαρξη του Ζύθου και του μούστου-είναι μιά διατριβή πάνω στην έκλυση ενθουσιασμού εξαιτίας της διάθεσης που παράγει ο οίνος, αλλά δεν παύει να είναι ένα θεατρικό έργο,όπως και ολόκληρος ο Πτωχοπρόδρομος. Είναι σταντ απ κόμεντι, ένας καλός παραμυθάς που κάνει τους ευγενείς και τους βασιλείς να γελάσουν. Τι είναι αυτοί οι βασιλείς; ο Μανουήλ Κομνηνός ήταν ξετρελαμένος με τα δυτικά παιχνίδια, με τις γιόστρες, ενώ ο γέροντας Ανδρόνικος ,έντονα παθιασμένος, ακραία εθνικιστής, όπως θα λέγαμε σήμερα, δεν είναι γνωστός γιά το χιθούμορ του, όσο γιά τη λαγνεία του.Οταν ο Πτωχοπρόδρομος κάνει την Αυλή να γελάει, ένα πολύ πιό δραστικό χιούμορ, καταγγελτικό και σαρκαστικό, απλώνεται σε ένα μεγάλο έργο. Αναφέρομαι στον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης, που κυριολεκτικά ζωγραφίζει με στρωτές πινελιές τα ήθη της πολιορκημένης από τους Νορμανδούς Θεσσαλονίκης,κάνοντας καλαμπούρια που θα μπορούσαν να περιληφθούν σε μιά επιθεώρηση του εικοστού αιώνα, αλλα υπο το κνόγελον, ήτοι το μειδίαμα του ιεράρχη. Ο,τι δηλαδή παράγει το κατά 700 έτη νεότερο διήγημα του Παπαδιαμάντη «τα μαύρα κούτσουρα».

{ είτα διαβάζεται απόσπασμα της Φιλοσοφίας του κρασοπατέρος από χαρτώο αντίγραφο}}


Ο οίνος στην φιλοσοφία του κρασοπατέρος ,θεωρείται κατάκτηση της ώριμης ηλικίας, της ακμής του ανδρός. Ο ίδιος τελειώνει το ζήτημα παρομοιάζοντας τον οίνο ως

Των νέων η θηριακή, το αίμα των γερόντων
Κινείς τα ούρα συνεχώς, ευφραίνεις την καρδίας
Αναβιβάζεις πνεύματα,τους οφθαλμούς ανδρίζεις.

Αν το πάρουμε κατά γράμμα, οι γέροι θέλουν κοψίδια και οι νέοι χασίσι γιά να αναθερμανθούν, αλλα πρέπει πάντα να λογαριάζουμε ότι αυτά τα στοιχεία, τα στοιχειά και τα στιχουργήματα δημιουργούνται από απόλεμους και καμιά φορά κακοπληρωμένους κειμενογράφους.Τα πάντα συμβαίνουν μέσα στο βυζαντινό μυαλό, και η ζωντάνια του πτωχοπρόδρομου δεν θα φτάσει ποτέ στην καταγγελία.Συνάδελφοι που τα κονομάνε ,αυταρχικες σύζυγοι, δήθεν αρχόντισσες, άκαρδα παιδάκια, είναι πολύ καλό καταφύγιο γιά την σάτιρα, που ωστόσο περιέχει και την μισή αλήθεια της.

Η μαύρη αλήθεια είναι οτι το άφθονο κρασί, καθημερινό άρτυμα του ρωμιού,κάνει την ζωή του άρχοντα και του χωρίτη να μοιάζουν. Η μέρα ολοκληρώνεται με πιόμα, όπως συχνά συμβαίνει σε απόμερους ελληνικούς τόπους, όπου η οινοποσία, πάντα με γλυκά κρασάκια, έχει ρημάξει τις μεγάλες ηλικίες και έχει διαλύσει τον κοινωνικό ιστό.

Διότι το ποτήριον μεθά και ατιμάζεικαι να λαλή τον πίνοντα πάλιν τον αναγκάζει,πλην με τα τοιχοκρούσματα και με μεγάλον ήχον:«Εγώ σε πίνω για καλό και συ με πας στον τοίχον»!

Όπως διηγείται ένας της κρητικής σχολής του 16ου αιώνα.

Η ουρίτσα στο στιχηρό που σας διάβασα, έχει σημασία: αναφέρεται το τσίπουρο. Αυτό που οι αγιορείτες πάλι υποστηρίζουν ότι κατάγεται από την λέξη οξύπορον, μιά λέξη που βέβαια δεν υπάρχει. Μπορεί να είναι ή όχι πανάρχαιο απόσταγμα, αλλα τα τσάμπουρα βράζονται παραδοσιακά σε μιά τεράστια έκταση των βαλκανίων και της ευρωπαϊκής ανατολής.Οι νέοι λαοί βγάζουν αλκοόλ από φρούτα, από άλλους καρπούς, από φύλλα και κλαδιά, από δημητριακά και ρύζι, από παντού. Το κρασί, ακόμη κι άνχάνει τη λάμψη του, κρατάει την γέννα του τσίπουρου. Συγκαταλέγεται στην οινική ιστορία, ακόμη και η χημική του μορφή, το λεγόμενο ούζο.

Οσο χάνεται η Πόλη και κονιαροπατούνται τα υπόλοιπα, οι Οθωμανοί δεν στέργουν το αλκοόλ, άνκαι μνημονεύονται συχνά παραβάτες του έθους. Αλλά η θεία μετάληψη είναι μακρυνή πηγή. Οι μεθυσμένοι κυριαρχούν στην λαϊκή αντίληψη. Μπέκρες και μέθουες ιστορούνται στους προνάρθηκες των ναών με απαίσια φήμη και μοίρα.Δεν είναι ο μόνος φρικτός περιορισμός. Το ίδιο κατηγορούνται και οι καπνιστές, και σώζεται ένα καλογερίστικο ποίημα «κατά καπνιζόντων», ενω το αρχαίο σκηνικό και επιθεωρησιακό εύρημα «περί γέροντος να μη πάρει κορίτσι» γνωρίζει δόξες επί τουρκοκρατίας.

Οταν πλησιάζει η επανάσταση, έχει τελειώσει ο πρώτος γύρος του νεοκλασσικισμού. Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος σε ένα πασίγνωστο ποιητικό γύμνασμα της εποχής, υπό τον τίτλο Λυρικά ,αφιερώνει 13 ωδές στον Βάκχο. Ολες γυμνάσματα, όλες προϊόν αφλογιστίας της μέθης. Ποιήματα γραφείου, αλλα με έξοχη δομή. Σαν ξεσάλωμα καλού μαθητή σε σκυλάδικο μουν φαίνεται.


8
Ἀπ’ τὴν πλόσκα φέρτε φίλοι,
νὰ ρουφήσω μὲ τὰ χείλη
ἀπ’ τὴν πλόσκα τὸ κρασί˙
γιὰ ν’ ἀκούσω ν’ ἀρχινίσει,
σὰν ἀηδόνι νὰ λαλήσει
τὸ κλουκλούκλου – φισισί.

Ὁ κλουκλοὺ τῆς πλόσκας κρότος
εἶναι, λέγουν, ἦχος πρῶτος,
οἱ τεχνίτες μουσικοί˙
καὶ τὸ φισισί της τ’ ἄλλο
εἶν’ τὸ ἴσο τὸ μεγάλο,
ὁποὺ ψάλλ’ ἡ ψαλτική!

Τοῦ Ἀμφίωνα τὰ μέλη
κι οἱ ψαλμοὶ τοῦ Κουκουζέλη
στοῦ κλουκλούκλου τὴ φωνή,
ὅλα, ὅλ’ ἂς σιωπήσουν,
καὶ ποσῶς ἂς μὴ λαλήσουν,
ὅτ’ εἶν’ δίχως ἡδονή.

Καὶ αὐτὴ ἡ καλομοίρα
τοῦ Ἀπόλλωνα ἡ λύρα,
ποὺ στὸν Ὄλυμπο λαλεῖ,
ἂς τζακίσει τὸ δοξάρι
μπρὸς στοῦ φισισὶ τὴ χάρη
καὶ ἂς μὴ παραλαλεῖ

Το κλουκλου κλου της πλόσκας και το φισισί που προδίδει ότι ο οίνος είναι αφρώσης,μας αρέσουν ως προσουρεαλιστικά δείγματ. Θα τα συνδύαζα περισσότερο με το χαμηλόφωνο γουργουρητό ενός βυζαντινού στρατού που κορόιδευε τον στρατηγό του,έξι αιώνες πρίν τον Χριστόπουλο,γουγλίζοντας γλουγλουγλου.
Στο επόμενο όμως η προέλευση τουγραφείου δεν κρύβεται, διότι μιά νταβραντισμένη παρέα πιτσιρικάδων, ουδέποτε θα πιάσει με «ευταξία» τις ωραίες βάκχες που τους τριγυρίζουν.
13


Νά! μᾶς ἔρχοντ’ οἱ παρθένες
οἱ τρυγήτρες βακχευμένες˙
καὶ χορεύουν καὶ γυρίζουν
καὶ τὲς μέσες τὲς λυγίζουν.

Πιάστε, φίλοι, μ’ εὐταξία
ὁ καθένας ἀπὸ μία˙
κι ἂς χορέψουμε ὀλίγο
μετ’ αὐτὲς ἐδῶ στὸν τρύγο.

Παλληκάρια, πηλαλήστε˙
ἕν’ ἀσκί μας ἄλλο λύστε
νέο, ἄγγιχτο, γεμάτο,
καθαρὸ κρασὶ μοσχάτο.

Πιέτε, νέοι, πιέτε, νέες,
πιέτε, βάκχες μου ὡραῖες,
ἀπ’ αὐτὸ τὸ μυρωδάτο
καὶ ἀθάνατο μοσχάτο.

Τραγουδήστε καὶ πηδήστε,
καὶ τὰ πόδια σας βροντήστε.
Καὶ τοῦ χρόνου, εὐχηθῆτε
πάλ’ ἐδῶ νὰ συναχθῆτε.

Πάλ’ ἐδῶ ν’ ἀξιωθοῦμε,
νὰ συμφᾶμε νὰ συμπιοῦμε,
γλυκὸν μοῦστον σὰν τὸ μέλι
μὲς στὸ πράσινο τ’ ἀμπέλι

Προσέξτε πως τελειώνει: με ανατριχιαστικήν ομοιότητα με τα στιχάκια του χιλίων ήδη ετών Ιωάννη Κυριώτη.

Ωρια πάντα τέθηλε και άμπελος εις τόκον οργά
Σμήνεα δ΄άρτι μέλι χλωρόν υπεκπρορρέει

Θυμίζω πως όταν γράφονται τα Λυρικά του Χριστόπουλου,συντοπίτες του κουτσόβλαχοι έχουν ήδη εγκαταστήσει το δίκτυο του αιώνα τους, μεταφέροντας προϊόντα, χρήματα και επιταγές ανάμεσα στα βλαχοχώρια της Πίνδου και στη Βιέννη. Υπαρχει ένα κείμενο που περιγράφει ημερολογιακά ένα τέτοιο ταξίδι, όπου οι σύντροφοι εκ Πίνδου, συναντούν σε μιά γέφυρα της Αυστρίας μερικές βάκχες, όχι όμως παρθένες, με τις οποίες γλεντούν και οργούν με ελάχιστα γραφειοκρατικό τρόπο. Μένεις έκθαμβος με τα άσεμνα γλέντια τους που είναι ζήτημα να ξανάζησαν Ελληνες ώσπου να έρθει ο πρώτος τουρισμός του συρτάκι τζατζίκι και μουζάκα.



Στα χρόνια του ελληνικού γκουβέρνου,επισκέπτεται τα μέρη μας γιά να μη φύγει ποτέ, η μπίρα και όλα τα άλλα ποτά που ήξεραν οι ναυτικοί, οι μετανάστες και οι επίλοιποι. Ο οίνος περιορίζεται στον συσχετισμό του με το πνεύμα, με ένα άκρως συμβατικό τρόπο. Στην κοινή συνείδηση, ο μπεκρής του Ορέστη Μακρή και το κόμμα των Βαρελοφρόνων ως γελοιογραφία ,υπερκαλύπτουν το ζήτημα. Που γένεται πλέον άθυρμα των επιθεωρήσεων. Ηταν εύκολο στους αυτοσχέδιους μίμους να παρασταίνουν τον μεθυσμένο με την ένρινη φωνή, που έβγαζεπ άντα γέλιο στα μεσοπολεμικά αναψυκτήρια. Ο αλκοολισμός του Παπαδιαμάντη δεν ήταν ορατός και φωνητός, αφού δύσκολα θα προσιδίαζε σε άγιο των γραμμάτων μας. Ενασωρό άνθρωποι του πνεύματος τιμούσαν το κρασάκι, αλλά η έκφραση «το τσούζει» έχει μιά φιλανθρωπική εσσάνς.Εξάλλου γρήγορα εμφανίστηκαν άλλα επαγγελματικά πάθη. Ο τζόγος, τα κατοχικά καζίνα, τα ναρκωτικά, η μπίρα, τα υδύποτα, το κονιάκ

{αδεται ίνα το ακροατήριο ξεβολευτεί} Ολο ουζο ουζο ούζο το βαρέθηκα
φέρτε μου ένα κονιακάκι που τ΄ορέχθηκα

Ενώ η μικρασιάτισσα γκαρσόνα, δν αποφεύγει τα στερεότυπα

τους βάζω μέσα στο κρασί νερό
και τους ταράζω στονλ ογαριασμό

Αυτά είναι λόγια σκευάσματα, όχι δημώδη.Ο μπέκρας δεν θεωρείται άνθρωπος του πνεύματος, αλλά αξιολύπητος ετοιμοθάνατος.Δεν φταίει φυσικά το κρασί, αλλα΄η αμερικάνικη ποτοαπαγόρευση, ο έντονος καλβινισμός της δυτικής κοινωνίας, αλλά τα πλαστά γλέντια με τα οποία οι τύποι που ενσαρκώνει ο Νίκος Φέρμας στηρίζουν την αγορά.

φέρε μας κάπελα κρασί

αν κάνεις να χορέψεις ποτήρι δεν θα μείνει
ή

πινω και μεθώ ωχ αμαν μέρα νύχτα τραγουδώ

ενώ όλα καταλήγουν υπονομευμένα σε τραγουδάκαι διαπλεκόμενα, μετο τεχνητό κέφι:

Άλα,
άνοιξε κι άλλη μπουκάλα και την κοινωνία τώρα τηνε παίζω ένα παρά
βίβα,
τα φαρμάκια που 'ταν στίβα ποτηράκι ποτηράκι λες και κάνανε φτερά
βάνε,
όσα έρθουν κι όσα πάνεπου θα βρούμε τέτοιο βράδυστη ζωή μας τη ρηχή
δώσε,
το τραπέζι ξαναστρώσεφέρε καθαρά ποτήρια κι άντε φτου κι απ' την αρχή
Ρώτα,
το κορίτσι πρώτα πρώτα τι γουστάρει να του παίξεις μπουζουξή μου σεβνταλή
βάρα,
την κρυφή σου την λαχτάρα που ίσως να 'ναι η αγάπητο πιοτό ή το φιλί
ώπα,
η καρδιά μου η σορόπα σάμπως και θα σπάσει απόψεκαι στα δέκα θα κοπεί
φτου σου,
οι πενιές του μπουζουκιού σου μου επήρανε τα ρέστα και μ' αφήσανε ταπί
Άλα,
έχω στρώσει μια κεφάλα και τα βλέπω όλα σαν μπέης και τα νοιώθω σαν πασσάς
άιντε,
στα ποτήρια ξαναβάλτεκι άιντε βίβα μου κι εμένακι άιντε βίβα σας κι εσάς
σβήνω,
πω πω Θεέ μου τι θα γίνωαγκαλιά μου το κορίτσικαι τριγύρω τα βιολιά
σπάστα,
κι όλα ας γίνουνε ανάστακαι μπαρντόν αν μπουμπουνίσει και καμία τουφεκιά

Ιδιοφυείς διαφημίσεις μεταπολέμου, αλλά οι ίδιοι στιχουργοί κρατούν το καλύτερο τραγούδι τους γιά έναν ταξιτζή ονόματι Τραμπαρίφα, υμνώντας καλαμαράκια και μπίρες, όχι κρασάκια και μεζεκλίκια.
Το ρεμπέτικο του Μάρκου και των άλλων, είναι σχεδόν στεγνό από οίνο.Ενώ περιέχει μπόλικον αργελέ,βία, τρελές αρχόντισες και την ελληνικη΄χωροφυλακή να ρυθμίζει το πάθος του κόσμου μαζί με τους μέγιστους διαπλεκόμενους της ρωμιοσύνης που είναι ο Περιστέρης και ο Σκαρβέλης, μεγάλοι μουζικάντηδες και μαέστροι που καθοδήγησαν τον κόσμο από τον θέιο αρνητισμό του Μάρκου Βαμβακάρη στον μαέστρο Βασίλη Τσιτσάνη και στους υπόλοιπους. Στο τέλος της περιόδου, δεν υπάρχει πνεύμα και κρασί. Υπάρχει πλέον το τσίβας και το μίνι ,ορολογίες του ουίσκι με ξηροκάρπια. Δεν υπάρχει στο σινεμά ο Ορέστης Μακρής αλλα΄ο Λάμπρος Κωνσταντάρας που ξέρει να πινει ουσκάκι μπλακ εν ουάιτ σε ποτήρι σωλήνα, τότε που λεγαμε ότι μυρίζει κοριό και ένα πλακέ γυάλινο μπουκάλι των 160 γραμμαρίων κόστιζε όσο 30 λίτρα βαρελίσιο κρασάκι από την υπο΄γα δίπλα στην κληματαριά. Τότε που κάθε κοπελα μας, είχε ένα άδειο μπουκάλι βατ 69 με σταγόνες κεριού και μεταποιημένο σε φωτιστικό, ενώ οι γειτονοπούλες έβρισκαν άδεια μπουκάλια τσινζάνο και τζίν γιά να τα γεμίζουν χύμα από το ποτοποιείτο του Αντωνίου στη Χαλκιδικής.Το κρασί, το κοροϊδεύει γλυκά και ο Μπόστ, βάζοντας τον Ανδρέα Καραντώνη, κριτικό της εποχής, να λέει σε πιθανή συνάδελφό του

Πολυ ωραίο το κρασί σας και το ποίημα σας. Να γράφετε δεσποινίς μου να γράφετε.

Τόσο ο Σακελλάριος όσο και ο Καραντώνης, βρέθηκαν στα γεράματα να γράφουν επιφυλλίδες σε ακροδεξιά εφημερίδα επί δικτατορίας.Ανκαι το χτύπημα στις άρρωστες συνήθειες του πιοτού, του τζόγου και του χασισιού, το έρριξε θανάσιμα η ίδια η αριστερά, τον καιρό που άπλωνε το μετωπικό της εγχείρημα:

{Βάρναλης}

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός./Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός/μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"!/― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;/Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά./Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά./Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας! /-έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας./Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά.../H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά./Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;/Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!



Τα προσωπικά μου συμπεράσματα .ελάχιστα διαφέρουν από την αποτύπωση αυτής της καταγραφής.
Εχω περιγράψει μελεπτομέρειες, εδώ και 15 τουλάχιστον χρόνια, το μαύρο χάλι όπου οδηγείται η ελληνικη άμπελος. Διότι πρώτα από όλα, έχασε τον μύθο της. τα υπόλοιπα, τα αναρπάζει και ένας παιδικός ανεμοστρόβιλος.
Η ρητορική του ενός σομελιέ, είναι υπέροχη στην χώρα του Μολιέρου και του Κόλεριτζ, αλλά δημιουργεί απλώς αηδία και αποξένωση η επιμονή σε σώμα, σε χρώμα, σε επίγευση και άλλα δήθεν ποιητικά που είναι επαγγελματικά και επαγγελματικά θα έπρεπε να μείνουν κι όχι να σπερνονται σε εβδομαδιαίους γαστρονόμους. Το κρασί είναι πανάκριβο σπανίως είναι ικανοποιητικό και αυτό κα΄νει πιό λασμπερές τις εξαιρέσεις του. Παράδειγμα στην χώρα του ξινόμαυρου, δεν υπάρχει σενάριο γιά την σχέση αυτής της ποικιλίας με τις ποικιλές των κεντρικών ευρπωαϊκών πεδιάδων που κάποτε φιλοξένησανπληθυσμούς κοινούς, εννοώ πρίν 600 και 700 χρόνια.
Στερεύει αυτός ο πολιτισμός.
Εγιναν δρόμοι κρασιού, ωραίες ετικέτες, βραβεύτηκαν αμπέλια και κρασιά, και όμως, σε γιορτές και σχόλες, τα μαγαζιά φέρνουν άπλυτα, αόρατα και πληκτικά κρασιά σε τρίκιλα και πεντάκιλα, στα κατω ράφια, όπου τα αγοράζουν ενοχικά οι νοικοκυραίοι που γουστάρουν τον ημίγλυκο οίνο, όπως και οι πρόγονοι.Στα μπαράκια ,το κρασί το πίνουνκάτι περίεργες. Οι εξομολογήσεις τουπνεύματος γίνονται σε χαρτοπετσέτες, μετά απο πεντέξη μπίρες. Πολλά κρασιά χτυπάνε στο κεφάλι γι΄αυτό και πολλοί ποιητές τα αποφεύγουν. Ξέρω τι σας λεγω.

Συμπέρασμα: το πνεύμα δεν χωράει στον οίνο, επειδή ο οίνος υπηρετεί στερεότυπα. σήμερα, το λαϊκό πνεύμα απορροφάται από τα SMS ,τα μεσημεριανάδικα και τις απλοποιητικές μπαρούφες περί της ταλαιπωρημένης πατρίδας μας. Αυτός που δεν ξέρει τον εμφύλιο πόλεμο του μονίμου, κατ΄αρχαιότητ προαχθέντος μονίμου υπαλλήλου της επετηρίδας, με τον συμβασιούχο αορίστου χρόνου που δεν έχει αρμοδιότητες, δεν μπορεί να καταλάβει το κίνημα εναντίον του Τσαλδάρη από τους οπαδούς του Κονδύλη. Αυτός που έχει στεγνώσει η ψυχή του αγωνιζόμενος να ζωντανέψει μιά επαρχιακή ομορφιά και τον έχουν ρημάξει σε λίντερ και ΠΕΠ ώστε να τον αναγκάσουν να στήσει ένα ευπώλητο σκηνικό, δεν μπορεί να στιχουργήσει πλέον, παρεκτός και ντυθεί Ερυθροδερμος της φυλης των Σεμινόλ. Μένουν κάτι αμπελοφιλόσοφοι που κουτσοπίνουν, φιλετοφάγοι που αισθάνονται ένοχοι γιά την Καγιέν που τους κυκλοφορεί και διάφοροι τουρίστες του πνεύματος που γράφουν σε αθηνέζικα φύλα ή πόρταλ και βρίσκουν απλώς έξοχη κάθε επαρχιώτικη πονηριά.

Οι οίνος περιείχε πνεύμα όταν ήταν κριτήριο διείσδυσης των λαών της Ιλιάδας στην Ανατολή.Περιείχε επαναστατικό δίκαιο όταν μεσολαβούσε μεταξύ θεών και ανθρώπων, μετατρέποντας κάθε τυχάρπαστο αναερόβιο όν σε μύστη της ιεράς φηγού η του αγίου πνεύματος. ΑΠογυμνωμένος από την φιλοσοφία, ο οίνος δεν αντέχει τους διανουομένους, επειδή αυτοί χάλασαν την πιάτσα. Αυτοί αυτοματοποίησαν την αγορά του λόγου, μετατρέποντάς την σε σύστημα κλήρινγκ μεταξύ εξουσίας και γραφιάδων.
Οταν γράφεις υπό την επήρεια οίνου, το πνεύμα σου αποσπάται και είναι ικανό μόνον γιά αποκοτιές. Συχνά έχω τραβήξει από αρχείο μου κείμενα σε χαρτιά τσαλακωμένα, γραμμένα υπό την επήρεια αλκοόλ που ήταν ο αστερισμός μου από τα εφηβικά μου χρόνια ώσπου να μετατραπώ σε οπαδό της βαρελίσιας κοκακόλας εδώ και ένα τέταρτο αιώνος.
Είναι επειδή η λογοτεχνία ,μέσα στο παλάτι της, διαθέτει και έναν κήπο με προσποιησεις, με ψεύτικα φυτά, με εξαπατήσεις. Και ο συγγραφέας ξοδεύει τις ημέρες του μέσα στην χειρωναξία που δεν επιτρέπει καμιά ανάπαυση. Οπως το γράφει ο έΖρα Πάουντ

Χαρίστε μου ένα μικρό κρασοπουλειό
η βάλτεμε σε όποιο άλλο επα΄γγελμα,
εξόν το κερατένιο επάγγελμα του λογοτέχνη
που όλη την ώρα σου ζητά νά ΄χεις μυαλό.

Βέβαια, υπάρχουν και στιγμές μοναδικές , όλο και πιό σπάνιες με την κύλιση των αιώνων που η αναδρομή σε μιά ήρεμη και κροκάτη μέρα, οδηγεί ποιητές σαν τον Σικελιανό, το 1915,ενώ στον άλλον κόσμο γινότανε το σώσε, να συνάξει το κρίμα της καρδιάς του σε ποίημα ονόματι Θαλερό


Σὰ σὲ κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε ἡ ψυχή,πασίχαρο μελίσσι,ποὺ ὅλο κρυφὰ πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ὡσὰν τσαμπιὰστὰ δέντρα ν᾿ ἀμολήσει.
Κι ἔνιωθα κρούσταλλο τὴ γῆ στὰ πόδια μου ἀποκάτωθεκαὶ διάφανο τὸ χῶμαγιατὶ πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου ὑψωνόντανεμ᾿ ἁδρό, γαλήνιο σῶμα.
Ἐκεῖ μοῦ ἀνοῖξαν τὸ παλιὸ κρασί, ποὺ πλέριο εὐώδισεμὲς στὴν ἱδρένια στάμνα,σὰν τὴ βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεῖ κατάψυχρηνύχτια δροσιὰ τὰ θάμνα...
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἐκεῖ ἡ καρδιά μου δέχτηκεν᾿ ἀναπαυτεῖ λιγάκιπὰ σὲ σεντόνια εὐωδερὰ ἀπὸ βότανα, καὶ γαλανὰστὴ βάψη ἀπὸ λουλάκι.



[εκπνέοντας το βάψη από λουλάκι σκόπευα να ραγίσω τεχνητώς τη φωνή ίνα προκαλέσω μετρία συγκίνηση, αλλά τα κλάηματα με έπιασαν ήδη από το νύχτια δροσιά τα θάμνα...]
Εισήγηση παραδοθείσα βράδι 31ης Οκτωβρίου εν Βεροία, μαζί με τον Αθανάση Γεωργιάδη που εξέθεσε τις αρχαίες περί οίνου μνείες, σε εκδήλωση τωνΒερριωτων γεωπόνων και του Ομίλου Πνεύματος και οίνου, ενω τη Αντωνιάδειω στέγη. Στην οποία γιά να φτάσω, μου σύστησαν να "ακολουθήσω την παραλιακή". Παραλιακή λέγεται η οδός που εκκρεμεί δεξιά της της Ελιάς το πλάτωμα και ο εγκρεμνός]









4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΙ!

kukuzelis είπε...

αγάπα το φαΐ σου, τρώγε το κελί σου, διάβαζε τον Πετεφρή σου.

Νίκος Σαραντάκος είπε...

Μεθυστικό :)

Ανώνυμος είπε...

ATHENS REVIEW OF BOOKS.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΕΥΧΟΣ.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΕΝΑ ΣΟΒΑΡΟ ΕΝΤΥΠΟ.
ΜΕ ΟΥΣΙΑ.