12.5.09
Союз нерушимый / республик свободных / Сплотила навеки / Великая Русь!
Ενδεχομένως να πρόκειται για τερατώδη τούρκικη τηλεοπτική παρεμβολή. Ενδεχομένως το ΡΙΚ προβάλλει παρωδία της Γιουροβίζιον με τον Μποράτ.
Είχα την τηλεόραση στη σίγαση και ξαφνικά βλέπω κοζάκους. Και τη χορωδία του Κόκκινου Στρατού. Ανοίγω την ένταση τόσο όσο να μην ξυπνήσει κανείς. Καλίνκα! Καζατσόκ! Ότσι τσόρνιε! Χωριατοπούλες με ψωμί κι αλάτι. Σπαθοφόροι χορευτές. Και μετά οι Τατού (το γνωστό λεσβιόφρον ντουέτο που δε χάλασε κόσμο πριν μια δεκαετία), να τις συνοδεύει η χορωδία που λέγαμε.
Ηθικό Δίδαγμα: Δεν είμαστε μοναδικοί ούτε καν στη μαλακία που μας δέρνει (ξέρετε: παραδοσιοπληξία, παρελθοντολαγνία, συμφυρμός των κατηγοριών). Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες.
Υ.Γ της επόμενης μέρας: Αμάρτησα, θε μου, αμάρτησα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
9 σχόλια:
Γιατί η ταραχή; Τι να κάνουν οι Ρώσοι δηλαδή; Δεν θα δείξουν το συρτάκι τους στη Γιουροβίζιον; Εγώ είμαι χαλαρός. Ο Κόκκινος Στρατός δεν κάνει διακρίσεις.
"παραδοσιοπληξία, παρελθοντολαγνία, συμφυρμός".
Αυτό είναι θέμα για πολύ κουβέντα και βγάζει όσο γέλιο, τόσο και δάκρυ (και απ' τα γέλια και απ' τα κλάματα). Θα πιάσω μια πτυχή του σχεδόν σχολιαστικά.
Χρόνια ολόκληρα προσπαθώ, από ενδιαφέρον για τις λαϊκές/δημοτικές παραδόσεις να πετύχω έστω και μια φορά να δω, μα σε ντοκυμαντέρ,μα σε κανένα φεστιβάλ, παραδοσιακούς χορούς ανατολικών χωρών και ν' ακούσω τα δημοτικά τους τραγούδια από .... χωριάτες, ή έστω σαν από χωριάτες πάνω σ' ένα γλέντι. Αντ' αυτού, πάντα θα πετύχω να τα χορεύουν όσοι, μέσα από την κυμαδομηχανή μιας αυστηρής κλασικής προεκπαίδευσης, απεδείχθησαν νωρίς ολίγον "κόκκαλα, λίπος και χόνδροι" και κατευθύνθηκαν από τους ειδικούς παιδαγωγούς προς την άλλη, τη "δεύτερη" τέχνη, τη λαϊκή. Εκεί τους παρέλαβαν μαέστροι και χορογράφοι, ακατάλληλοι κι αυτοί για Συμφωνικές και για Καρυοθραύστη, και με τα απωθημένα που είχαν, μετέτρεψαν τις παραδόσεις τους σε συμφωνικά μπαλέτα. Πολλά από αυτά "θαυμάσαμε" κατά την δεκαετία του '80, σε διάφορα νταμάρια. Και τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι το ολίγον έως πολύ απείθαρχον φυσικό μας, η απουσία ακαδημαϊκών σπουδών πάνω στις παραδοσιακές τέχνες, καθώς και η αδυναμία επιβολής "ομαδικού πνεύματος, ακόμα και μέσα σε χώρους δευτερογενούς βιώσεως της παράδοσης, όπως το Λύκειο Ελληνίδων, ή τα μπαλέτα της Δώρας Στράτου, συνετέλεσαν στο να διασωθεί κατά πολύ η γνησιότητα εκφοράς της δημοτικής μας παράδοσης. Αντιθέτως, μέσα στις γκλάμουρ ταινίες του '60, (αυτές με την φιλοδοξία του να μοιάσουν σε μιούζικαλ), συναντάμε όλα τα χαρακτηριστικά της μπαλετοποίησης των παραδοσιακών χορών και της εντεχνοποίησης των παραδοσιακών τραγουδιών, καθώς και τις απαρχές των σημερινών "υψηλής" αισθητικής εκζητήσεων της κρατικής μας και της ιδιωτικής Τηλεόρασης, που ανταγωνίζονται ποια θα μας τα πρήξει περισσότερο με τη Γιουροβίζιον.
Τι το θέλουμε και ξύνουμε τις πληγές Sraosha και Κουκουζέλη;
α, για τους ελληνικούς χορούς πρέπει να μιλήσετε με αυτόν. Μπορώ να σας φέρω σε επαφή.
Μπερεκέτη,
"Χρόνια ολόκληρα προσπαθώ [...] να δω [...] παραδοσιακούς χορούς ανατολικών χωρών και ν' ακούσω τα δημοτικά τους τραγούδια από .... χωριάτες, ή έστω σαν από χωριάτες πάνω σ' ένα γλέντι."
Κι εγώ το ίδιο. Μεγάλη κουβέντα είπες αδελφέ! Αυτό είναι μείζον θέμα για εθνολόγους, ανθρωπολόγους, μουσικολόγους. Όχι για να βρεθεί κάτι και να τους κατακεραυνώσουμε τους ανθρώπους, αλλά για να καταλάβουμε. Νομίζω ότι μια τέτοια μελέτη θα αποκαλύψει βαθιά πράγματα για τη δημοτική μουσική. Για τη μουσική εν γένει.
Θα σας έλεγα, παίδες εφθαρμένοι στο χαλίκι, γι΄αυτό και πολύτιμοι, πρίν καταλάβουμε το θεώρημα της σλαβικής εθνογένεσης, ως αποκύημα του ρομαντισμού, θα ήπρεπε να σκεφτούμε ότι η δημιουργία ενός "δημοτικού λόγου" μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, είναι η βάση της εξέλιξης και των άλλων "λαϊκών κινημάτων" (των σχετικών με την μουσική και τον χορό). Σύμφωνοι οι δικοί μας είχαν έναν ερευνητικό οίστρο, αλλά πολλές φορές ιχνηλάτησαν πεποιημένη παράδοση. Είναι (κατά την άποψή μου) το πιό φλέγον ζήτημα που θα μας έφερνε κοντά σε αποτιμήσεις του φαινομένου της ταυτότητας.
Έχει (πάλι) δίκιο ο Πετ.
"πολλές φορές ιχνηλάτησαν πεποιημένη παράδοση".
Τον όρο πεποιημένη θέλω να τον διασαφήσω, όπως τον καταλαβαίνω για να μου πεις αν αυτό εννοείς:
Εκείνο που οφείλουμε να θέσουμε πριν από κάθε τι, είναι ότι οι τοπικές παραδόσεις εν γένει διέπονται από συντηρητικές τάσεις που προσπαθούν να αντιπαρατίθενται στην ευγονική των καιρών και των εποχών. Η διαπίδυση μεταξύ των τοπικών παραδόσεων είναι ένας από τους παράγοντες εμπλουτισμού των ή και αλλοίωσης, αναδιαμόρφωσης πες, ίσως και μετεξέλιξης, (πάντα με ηπιότητα όλα αυτά – γιατί κάθε λέξη μπορεί να μετατραπεί σε όρο), εξαρτώμενη από τον βαθμό συντηρητισμού των τοπικών κοινωνιών (που με τη σειρά της εξαρτάται από γεωγραφικούς και οικονομικούς παράγοντες), από τους δρόμους των τσιγγάνων μουσικών (όπως λέμε δρόμοι του μεταξιού) που κυρίως τις υπηρετούν - τουλάχιστον τις στεριανές, από τα νέα ήθη που κουβαλούν οι ναύτες και οι καπεταναίοι στα νησιά, από τον βαθμό ακτινοβολίας των κέντρων παραγωγής επίσημης κουλτούρας, από την ιστορική εξέλιξη των ιδεολογιών που γενούν τις εκάστοτε απόψεις διακυβέρνησης, τα πολιτεύματα, που προσδιορίζουν το τι και πώς θα λέμε κάθε φορά το καθετί, από τις εξελίξεις και τα αναπάντεχα στο βαθμό που επηρεάζουν τις τοπικές οικονομίες και την ανασύνθεση των τοπικών κοινωνιών, δηλαδή μετανάστευση, προσφυγιά, πόλεμος, αστυφιλία, επικυριαρχία, και προς τις μέρες μας από την ομογενοποίηση που προέρχεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την σκληρότερη μορφή επικυριαρχίας πάνω σε κάθε τι τοπικό. Υπ’ αυτήν την έννοια κάθε παράδοση τοπική μοιάζει σε κάθε εποχή ως πεποιημένη, απλώς η γκάμα αλλάζει, από τόπο σε τόπο και καθώς περνούν οι χρόνοι.
Και τώρα να προσθέσω, ότι καλά παν τα πράγματα, αν οι τοπικοί φορείς μιας παράδοσης, οι άνθρωποί της, την χορεύουν και την τραγουδούν. Περίπλοκα έως και ύποπτα καμιά φορά γίνονται όταν ανακατεύονται οι γνησιολόγοι και οι εκκαθαριστές, κυρίως υπό την δέρριν μουσικολόγων, χοροδιδασκάλων και εθνολόγων που πάνε ετσιθελικά να τους μάθουν ποιοι είναι και από πού κατάγονται. Οι αληθινοί μουσικολόγοι και χοροδιδάσκαλοι και εθνολόγοι περιορίζονται στην καταγραφή προσπαθώντας να παρεμβάλλονται κατά το δυνατόν λιγότερο. Και δεν προσπαθούν να διδάξουν τους φορείς, αλλά να διδαχτούν για να μπορέσουν να καταγράψουν καλύτερα. Μετά συστηματοποιούν τα καταγεγραμμένα και τα εξηγούν θεωρητικώς, μέσα στον δικό τους παραδοσιακό χώρο, τον πανεπιστημιακό. Στο αλώνι καθηγητές πανεπιστημίου είναι το κλαρίνο, η τσαμπούνα, ο ζουρνάς, παλαιότερα το σουραύλι και ο αυλός. Την επαύριον δεν την ξέρω.
Μπερεκετίσσιμε, σωστά. Στην πράξη όμως έχουμε τομές. Και εξέλιξη που δεν αφέθηκε στους φυσικούς της εκφραστές. Καλύτερα, οι φυσικοί της εκφραστές άλλαξαν με τον καιρό άποψη γιά την παράδοση.
Ας το δούμε ανάποδα.
Αρχικά, δεν πιστεύω λέξη τσακιστή γιά την ζείδωρο δύναμη "του λαού" να δημιουργεί έργα τέχνης, των γραμμάτων και των τεχνων ,εννοώ. Το έργο τέχνης προαπαιτεί το ειδικό μάτι που θα διαθέτει το σχετικό σκάνερ. Κι αυτό το μάτι μερικές φορές είναι του αναλυτή και του ερευνητή, συχνά είναι "συνθετικό" και ο φορέας του, συνήθως δάσκαλος οραματιστής ή και παπαδάσκαλος με εθνικώς ορθές απόψεις, δεν κολλάνε στην αποσιώπηση ή στο κρύψιμο μερικών λεπτομερειών.
Ενας "λόγιος" έχει διαβάσει γιά την αρχαιότητα. Βρίσκεται σε ένα περιβάλλον όπου οι κάτοικοι σκώνουν τα χέρια όλοι μαζί, επιχειρώντας μιά πετεγολέτσα ή κοροιδεύοντας κάποιον σε ένα αποκριάτικο έθιμο. Επίσης, λένε "ουουουο" γιουχάροντας μέσα στο γέλιο. Ο Λόγιος θυμάται αμέσως το αρχαίον "ιου ιου πύπαξ" και αναθυμάται ότι ένα παρόμοιο ομαδικό σήκωμα χεριών υπάρχει στο τάδε αγγείο, ή απλως βρίσκει το θέαμα "κοντά στις αρχέγονες ρίζες".Επίτηδης βάζω πλασματικά παραδείγματα, γιά να μη καταντήσωμεν περιπτωσιολόγοι.
Εκτοτε, οι λόγιοι εξελίσσονται και μαζί τους και η πρόσληψη της παράδοσης.Σημασία έχει ότι το 40% των νεοελλήνων ακούει ασμένως πεποιημένα νεοδημοτικά, που φτιάχτηκαν παρόμοια με τα "αυθεντικά", αλλά επειδή τα ήφτιαξαν κονιτοπουλαίοι και άλλοι τρέχοντες και αγοραίοι, θεωρούνται ότι καταπατούν την παράδοσιν που(ω της εκπληξεως!) διαθέτει και "ιερά" στοιχεία.
Έτσι και δούμε την παράδοσι ως ιερά αντικείμενα, το γαμήσαμε το μαγαζείον.
Σκόρπια ήταν Μπελίσιμε,και ελπίζω να έχουν το έστω βωβόν ναιναιναί σου...
πεποιημένα νεοδημοτικά
Πετεφρίσιμε, θα συμφωνήσουμε.
Δημοτικό είναι κάθε τραγούδι που γίνεται αποδεκτό ως δημοτικό. Παλαιότερα, προ της δισκογραφίας, ο συνθέτης και ο ποιητής του δημοτικού τραγουδιού έμενε ανώνυμος. Και σχεδόν ταυτίστηκε η ανώνυμη δημιουργία με τη δημοτική ποίηση. Ωστόσο, κάθε εποχή είχε μαζί με τα παλιά και τα νέα της δημοτικά τραγούδια. Οι στρώσεις είναι διακριτές. Είναι σαφές ότι η δημιουργία είναι ακατάπαυστη, και μάλιστα αποτυπώνεται σ’ αυτή κάθε φορά είτε μέσω της φόρμας, είτε δια του ύφους και της θεματολογίας, ένας διαφορετικός τύπος δημιουργού. Κάποιες φόρμες παραπέμπουν σε λόγια ποίηση, όπως αυτές των μακροσκελών τραγουδιών που θυμίζουν χρονογραφίες, ή άλλων που φέρνουν σε παλατινή ανθολογία. Κυρίως όμως η μουσική είναι αυτή που αναδεικνύει άλλοτε αρχέγονα στοιχεία, άλλοτε μόδες που πέρασαν, άλλοτε υπαίθρια απλότητα και άλλοτε ανακτορικό αραβούργημα. Η ύπαρξη δημιουργού με την έννοια του ενός φυσικού προσώπου είναι επίσης διακριτή τις περισσότερες φορές. Μπορούμε να φανταστούμε ένα τραγούδι της δουλειάς να δημιουργείται ομαδικά. Αλλά ένα λυρικής ατμόσφαιρας δημοτικό τραγούδι προϋποθέτει έναν φυσικό δημιουργό.
Επανέρχομαι στην ανωνυμία των δημιουργών του δημοτικού τραγουδιού. Μετά τη δισκογραφία έγινε το εξής: πολλά από τα παλαιά δημοτικά τραγούδια πέρασαν στο όνομα εκτελεστών που δισκογραφούσαν, αρχικά για τη δόξα, μετέπειτα και για την είσπραξη δικαιωμάτων. Εξ ου και σχεδόν όλο το τραγούδι του Αιγαίου είναι δηλωμένο στην ΑΕΠΙ ως συνθέσεις. Ακολούθως, πολλά νεότευκτα τραγούδια, του τύπου «Θα με πάρεις θα σε πάρω και θα φύγουμε στην Πάρο» διατηρώντας το ρυθμικό-χορευτικό πλαίσιο, καθώς και όλο το ντάρι-ντάρι πέρασαν στο ρεπερτόριο του πανηγυριού, έχοντας συνθέτη και στιχουργό. Εφόσον πέρασαν στο χορό, είτε τα πούμε νεοδημοτικά, είτε δημώδη, είτε δημοτικοφανή, δεν παύουν να λειτουργούν ως δημοτικά.
Περί της στάσεως του λογίου επίσης συμφωνώ. Πολλές φορές αρέσκεται μέχρι ηδονής να φτάνει από το «ιοουε» στις παραστάσεις των αγγείων, αλλά όταν ερμηνεύει το μύθο του Διονύσου που έρχεται καβάλα στη λεοπάρδαλη εξ ανατολών, δεν μπορεί πάντα να φτάσει με τη φαντασία του να ακούσει και τις αντιδράσεις των πιο συντηρητικών που ανθίστανται στο νεοεισερχόμενο. Οπότε, ας θεωρήσουμε ότι το δημοτικό τραγούδι είναι μια ιδιαίτερα ρευστή έννοια, τόσο ρευστή που μπορούμε σε κάποια κατηγορία του να αναγράψουμε και την ποπ κουλτούρα. Διότι τα κοριτσάκια που από τη μια χορεύουν μπάλο στα πανηγύρια και απ’ την άλλη σκίζουνε τα ρούχα τους όταν βλέπουν το Ρουβά, τ’ αγοράκια που από τη μια γίνονται σε μια βραδια πανηγυριού βαρείς ζεϊμπέκοι και την άλλη μέρα το πρωί περιμένουν να τους πάει η μαμά τους το αυγουλάκι οραματιζόμενα να γίνουνε άμποτες στελέχη, ή θα τα δούμε ως μεταλλαγμένα, ή θα τα δούμε καθένα ως ενιαίο πρόσωπο που κινείται από τα ορμέμφυτα μες στην εποχή του.
Δημοσίευση σχολίου