*
Στο Elkibra-Rebetiko-Th. and M. ο Kostas Ladopoulos παρουσιάζει τους στίχους τού "Εσύ 'σαι η αιτία που υποφέρω" του Χιώτη και παρατηρεί:
Προσέξτε πως περνάνε από το παράπονο, στις έμμεσες και άμεσες απειλές, ώσπου να καταλήξουν στο αμίμητο, "γύρισε ξανά, σε συγχωρώ".Πράγματι:
γιατί με κάνεις ΄να πονώ, να υποφέρω τόσο [παράπονο],*
πρόσεξε [άμεση απειλή], γιατί μπορεί να παλαβώσω,
[...] μη με παρατάς και κάνω κάμια τρέλα [έμμεση απειλή]
γύρισε ξανά, σε συγχωρώ [!]
(Μπορεί να καταλαβαίνει κανείς διαφορετικά τις άμεσες και τις έμμεσες απειλές, ας μην μπλέξουμε μ' αυτά τώρα.)
Το αμέσως προηγούμενο ποστ περιείχε το (θαυμάσιο) βίντεο του τραγουδιού.
*
Και διαβάζοντας θυμήθηκα ένα πρόσφατο καρτούν του Ματ Γκρόνιγκ (του ίδιου που επινόησε τους Σίμσονς):
(δεν θυμάμαι πού το βρήκα)
*
Προσθέτω εδώ και τους συνειρμούς του Γεράσιμου Μπερεκέτη, όπως διατυπώθηκαν στα σχόλια:
Οξυδερκέστατη η "ψυχανάλυση" του τραγουδιού. Το τραγούδι, νομίζω ωστόσο, είναι μεταιχμιακό, είναι και δεν είναι ρεμπέτικο. Είναι ένα "κρυπτο"μπαγιό, προάγγελος τόσο της σε λατινικούς ρυθμούς στροφής, όσο και της σκηνικής "όρθιας στάσης" του Χιώτη της επερχόμενης δεκαετίας του '50- του στυλ που έφερε το μπουζούκι στα σαλόνια και που οι "κλασικοί" ρεμπέτες καθώς έβλεπαν να μη περνάει πια η μπογιά τους, σχεδόν ζηλόφθονα απεκάλεσαν "φουρό". Άξιο παρατήρησης-το σημειώνει και ο panosmar72, που έχει ανεβάσει το βίντεο: ο Χιώτης παίζει εδώ [ακόμα]τρίχορδο μπουζούκι. Συνακόλουθος του τρίχορδου, ο παλιός και ρεμπέτικος ήχος ενός τραγουδιού που βλέπει ... μπροστά.
Ο Τσιφόρος εικονογραφεί τους "ανθρώπους του" που ζουν τον κόσμο που απέρχεται και υποκρούει με τη μουσική του κόσμου που έρχεται. Θα μπορούσε να είχε στήσει το σκηνικό του με τον Τσιτσάνη, ή τον Παπαϊωάννου, που μεσουρανούσαν, αλλά κάτι είχε αφουγκραστεί και ήθελε να το δείξει.
Επανέρχομαι στους στίχους. Ανήκουν και αυτοί σε άλλο μάλλον "μελλοντικό" κόσμο, διότι είναι νοηματικά εύκαμπτοι και σε μία στροφή έχουν περιγράψει πάθος,απόγνωση, τρέλλα, συγχώρηση, ελπίδα, σε ένα πνεύμα που ταιριάζει πιο πολύ στην βιασύνη της ελαφράς μουσικής-στιχουργικής. Οι σκληροπυρηνικοί, ας το πούμε, ρεμπέτικοι στίχοι είναι αλύγιστοι όταν περιγράφουν το πάθος-πάθημα - έχουν άλλη οικονομία: "σκύλα μ' έκανες και λιώνω", λέει ο Μάρκος αρκούμενος στην απλή αραιή κατάθεση, και για ένα ολόκληρο τραγούδι επαναλαμβάνει, "σκύλα μ' έκανες κομμάτια", "σκύλα μ' έκανες ρεζίλι", έχοντας περικλείσει οργή (προς τον εαυτό του και την υπαίτιο) και ίσως υπόσχεση εκδίκησης στη λέξη "σκύλα".
6 Σεπτέμβριος 2009 10:56 πμ
*
5 σχόλια:
Οξυδερκέστατη η "ψυχανάλυση" του τραγουδιού. Το τραγούδι, νομίζω ωστόσο, είναι μεταιχμιακό, είναι και δεν είναι ρεμπέτικο. Είναι ένα "κρυπτο"μπαγιό, προάγγελος τόσο της σε λατινικούς ρυθμούς στροφής, όσο και της σκηνικής "όρθιας στάσης" του Χιώτη της επερχόμενης δεκαετίας του '50- του στυλ που έφερε το μπουζούκι στα σαλόνια και που οι "κλασικοί" ρεμπέτες καθώς έβλεπαν να μη περνάει πια η μπογιά τους, σχεδόν ζηλόφθονα απεκάλεσαν "φουρό". Άξιο παρατήρησης-το σημειώνει και ο panosmar72, που έχει ανεβάσει το βίντεο: ο Χιώτης παίζει εδώ [ακόμα]τρίχορδο μπουζούκι. Συνακόλουθος του τρίχορδου, ο παλιός και ρεμπέτικος ήχος ενός τραγουδιού που βλέπει ... μπροστά.
Ο Τσιφόρος εικονογραφεί τους "ανθρώπους του" που ζουν τον κόσμο που απέρχεται και υποκρούει με τη μουσική του κόσμου που έρχεται. Θα μπορούσε να είχε στήσει το σκηνικό του με τον Τσιτσάνη, ή τον Παπαϊωάννου, που μεσουρανούσαν, αλλά κάτι είχε αφουγκραστεί και ήθελε να το δείξει.
Επανέρχομαι στους στίχους. Ανήκουν και αυτοί σε άλλο μάλλον "μελλοντικό" κόσμο, διότι είναι νοηματικά εύκαμπτοι και σε μία στροφή έχουν περιγράψει πάθος,απόγνωση, τρέλλα, συγχώρηση, ελπίδα, σε ένα πνεύμα που ταιριάζει πιο πολύ στην βιασύνη της ελαφράς μουσικής-στιχουργικής. Οι σκληροπυρηνικοί, ας το πούμε, ρεμπέτικοι στίχοι είναι αλύγιστοι όταν περιγράφουν το πάθος-πάθημα - έχουν άλλη οικονομία: "σκύλα μ' έκανες και λιώνω", λέει ο Μάρκος αρκούμενος στην απλή αραιή κατάθεση, και για ένα ολόκληρο τραγούδι επαναλαμβάνει, "σκύλα μ' έκανες κομμάτια", "σκύλα μ' έκανες ρεζίλι", έχοντας περικλείσει οργή (προς τον εαυτό του και την υπαίτιο) και ίσως υπόσχεση εκδίκησης στη λέξη "σκύλα".
Σοφόν και το κόμικς. Σοφώτατον!
Ωραιότατος. Έβαλα το σχόλιο στο κυρίως ποστ.
Σύμφωνοι. Ο Χιώτης δεν καινουργεί όταν ,μετά από έναν οχετό απειλών τελειώνει με ένα γύρναπισωπουσεθέλω. Και ο Σαββόπουλος της ζητά επιστροφή κι ας γυρίζει μ όσους θέλει καθε βράδι, πράξη που είναι και η μόνη που ξεχωρίζει τον ρεμπέτη από τον κανταδόρο του 60 που πέρασε από τον υπαρξισμό.(Ετσι μόνον μου δικαιολογείται ο τα βουστάσια προσφάτως απασχολήσας Πάγκαλος: ήταν στο περιβάλλον του Σίμου του υπαρξιστή). Ο ΒΑμβακάρης, μετακατοχικώς, είναι πιό χύμα: "την τρίτη και την τέταρτη/κυρά μου βράσε ρύζι/ πάλι τις φάπες σου θα φάς/ κι ο κόσμος άς με βρίζει".
Το μπαγιό, το μπαγιό. Ο Μπερεκέτης, ως συνήθως, επειδή διαθέτει την συνθετικη επίνοια που είναι η ανωτέρα πασών των τεχνών, αλλα σπανίως μεταφέρεται με λόγια, καταλαβαίνει πλήρως ότι ο διονυσιασμός των χορδών του,όλα αυτά τα Χιώτης μάμπο, οι ρούμπες και τα λοιπά, διελυσαν το άνοστο χασαποσέρβικο,χορευτικώς εννοώ, σε εποχές που το ζεϊμπεκάκι δεν ήταν ακόμη ο χορός της Ευδοκίας....
Περί συγνώμης
The most enlightening discussion of this that I know of comes (not surprisingly) from Erving Goffman, in his books Interaction Ritual and particularly Relations in Public. (Goffman's account has since been built on by others, but his story will do for here). Apologies, Goffman said, are remediation rituals that "represent a splitting of the self into a blameworthy part and a part that stands back and sympathizes with them, and by implication, is worthy of being brought back into the fold." As a ritual, Goffman insisted, the apology is independent of the substantive penalties that may be attached to an offense:
//After an offense has occurred, the job of the offender is to show. . . that whatever happened before, he now has a right relationship -- a pious attitude -- to the rule in question, and this is a matter of indicating a relationship, not compensating a loss.//
Seen in that way, an apology can fail when the offender is insincere in splitting himself, not really accepting that the acts of his offending self merit censure -- that his acts were shameful, I'd put it, though "shame" is a notion that Goffman didn't seem to have much use for. Or it can fail when it's offered chiefly in the hope it will count as substantive remediation that compensates for the offense. In practice, the two generally go together -- when people apologize insincerely, it's almost always in the hope of mitigating the penalties for their offense. In the case of the movie micturator, for example, it's absurd to suppose that somebody who was capable of the act in the first place could undergo a sudden change of heart and revile the self who had committed it a moment before, and equally absurd to imagine that he could seriously believe that an apology would spare him the consequences of his act.
Δημοσίευση σχολίου